ἀρχονταρίκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρχονταρίκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀρχονταρίκι τό, Ἄθ. Ἄνδρ. Ζάκ. Θήρ. Πελοπν. Σκίαθ. - Λεξ. Αἰν. ἀρχουνταρί᾿ Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν.) Μακεδ. (Καταφύγ.) ἀρχουdαρίκ᾿ Μακεδ. (Χαλκιδ.) Σάμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἀρχονταρίκιον. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

1) Κατοικία ὅπου συνέρχονται οἱ ἄρχοντες, αἱ ἀρχαὶ Λεξ. Αἰν. β) Αἴθουσα τῶν συνεδριάσεων τῶν ἐπιτρόπων τῆς ἐκκλησίας Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Συνών. ἐπιτροπικό. 2) Ξενών, αἴθουσα μονῆς ὡρισμένη εἰς ὑποδοχὴν τῶν ἐπισκεπτῶν καὶ προσκυνητῶν Ἄθ. Ἄνδρ. Ζάκ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν.) Μακεδ. (Καταφύγ.) Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Σάμ. Σκίαθ. β) Αἴθουσα τῆς οἰκίας εἰς τὴν ὁποίαν ὑποδέχονται τοὺς ξένους Μακεδ. (Χαλκιδ.) 3) Ἡ τάξις τῶν ἀρχόντων, τῶν εὐγενῶν, τῶν πλουσίων Θήρ. Συνών. ἀρχοντολογιˬά, ἀρχοντολόι. 4) Τρόπος, ἦθος τῶν ἀρχόντων, τῶν εὐγενῶν Θήρ. Πελοπν. Συνών. ἀρχοντιˬὰ Α4. 5) Τὰ ἔπιπλα, τὸ νοικοκυρε͜ιὸ τῶν ἀρχόντων, τῶν εὐγενῶν, τῶν πλουσίων Πελοπν. Πβ. ἀρχονταλίκι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/