γιˬαχνερὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬαχνερὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γιˬαχνερὸς ἐπίθ. Πελοπν. (Λιγουρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γιˬαχνὶ καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ερός.
Σημασιολογία
Ὁ κατάλληλος να μαγειρευθῇ διὰ φαγὴτὸν γιˬαχνί: Αὐτὰ τὰ χόρτα ποὺ μάζεψα εἶναι γιˬαχνερά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA