βάγιˬο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βάγιˬο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βάγιˬο τό, βαΐον Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ κ.ἀ.) βαΐγιον Πόντ. (Κερασ.) βαγίον Πόντ. (Κερασ.) βαΐο Πόντ. (Ὄφ.) βάγιˬο σύνηθ. βάιˬο πολλαχ. βάγιˬου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. Βάιˬου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. βαῒ Ἄνδρ. Ἀπουλ. κ.ἀ. βαγὶ Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ.) Ζάκ Κρήτ. κ.ἀ. βάιν Ρόδ. Βάγι Εὔβ. (Κύμ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεταγν. οὐσ βαΐον. Πβ. ΚΔ (Ἰωάνν. Εὐαγγ. 12,13) «ἀκούσαντες ὅτι ἔρχεται Ἰησοῦς εἰς Ἱεροσόλυμα ἔλαβον τὰ βαΐα τῶν φοινίκων καὶ ἐξῆλθον εἰς ὑπάντησιν αὐτοῦ».
Σημασιολογία
1) Κλάδος δάφνης ἢ φοίνικος ἢ ἐλαίας ἤ μύρτου ἢ πρίνου ἤ ἐλελιφάσκου ἢ κισσοῦ ἢ λεβάντας ἢ ἄλλου τινὸς φυτοῦ ἀναλόγως τῆς χλωρίδος ἑκάστου τόπου, ὁ ὁποῖος σχηματιζόμενος μετ᾽ ἄλλου κλάδου πολλαχοῦ εἰς σχῆμα σταυροῦ καὶ ἁγιαζόμενος δίδεται εἰς τὸν ἐκκλησιαζόμενον τὴν Κυριακὴν τῶν Βαΐων εἰς ἀνάμνησιν τῆς θριαμβευτικής εἰσόδου τοῦ Ἰησοῦ εἰς Ἱεροσόλυμα, ὅτε ὁ λαὸς τὸν ὑπεδέχθη μετὰ κλάδων φοινίκων σύνηθ. καὶ Ἀπουλ. Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ): Φρ. Μετὰ βαΐων καὶ κλάδων (ἐπὶ θριαμβευτικῆς ὑποδοχῆς) πολλαχ. Βαστῶ τὸ βαΐ (ἔχω τὰ πρωτεῖα) Ἀπουλ. Πάρτε, διˬαβόλοι, βάγιˬα! (ἐπὶ γενικοῦ θορύβου καὶ ἀκαταστασίας ἢ ἐπὶ γενικῆς διαρπαγῆς ἢ ἐπὶ διασκορπισμοῦ καὶ σπατάλης ἢ ἐπὶ ἀγροίκων καὶ ἀξέστων ἀνθρώπων ἢ ἐπὶ πραγμάτων ἀναρμόστων καὶ ἀκαταλλήλων κττ.) Ἀθῆν. Κεφαλλ. Πελοπν. (Λακων. Μάν.) Στερελλ. (Ἀκαρναν.) κ.ἀ.: Πῆρε βάγιˬα ἡ κουκουβάγιˬα (ἐπὶ προσώπου ἀναξίου καὶ εὐτελοῦς) Λακων. Πῆρε βάγιˬα (ἐπὶ τοῦ παραφρονήσαντος ἢ τοῦ ἑτοιμοθανάτου ἢ τοῦ βλαβέντος καὶ ἀπολέσαντος τὴν προτέραν ἀξίαν πράγματος ἢ τοῦ ἀναδίδοντος δυσοσμίαν ἐώλου κρέατος καὶ ἰχθύων κττ. Πβ. ΝΠολίτ Παροιμ. 3,22) Ἤπ. Πελοπν. (Γορτυν. Καλάβρυτ. Κλουτσινοχ.) κ.ἀ.-Λεξ. Αἰν. Βάλτε του βάγιˬα (εἶναι έτοιμοθάνατος) Κλουτσινοχ. Πῆρι τὰ βὰγιˬα (ἡττήθη) Μακεδ. (Καταφύγ.) Πῆρι βάγιˬα (ἤρχισε νὰ ἐρωτοτροπῇ) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Πῆρι τὰ βάγιˬα τ᾿ (εἶναι ἑτοιμοθάνατος) Μακεδ. (Βλάστ.) Πῆρε βάγιˬα τὸ κρασὶ (ἤρχισε νὰ ξινίζῃ ἢ ἐτελείωσε) Πελοπν. (Ἄργ. Κλουτσινοχ. Κορινθ. Τρίκκ. κ.ἀ.) Βάγιˬα τῶ βαγιˬῶ (ἄλλ᾿ ἀντ’ άλλων) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Χρόνιˬα πουλλὰ τὰ βάγιˬα (ἐπὶ τοῦ ὁμιλοῦντος ἀσχέτως πρὸς τὸ προκείμενον θέμα) Στερελλ. (Αἰτωλ.) || ᾎσμ. Λαμπρῆς τσερὶ δὲν ἔπιˬασα μηδ’ ἀπ᾿ τὰ βάγιˬα πῆρα τσιˬ ἀποὺ τὴν κόρην πὄγλεπα πόνους τσαὶ δάκρυˬα πῆρα Μεγίστ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Βαγὶ Κρήτ. Βάι Κρήτ. Βάγια Πελοπν. (Μεσσ.) Στερελλ. (Βοιωτ.) Συνών. ἁγιˬόκλαδο, ἁγιˬοναλαία, βαγιˬοφόρος 3. β) Κλάδος ἐλαίας ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἀναρτοῦν σταυρούς, ἁλύσεις καὶ ἄλλα κατασκευάσματα καὶ τὸν ὁποῖον τὴν παραμονὴν τῶν Βαΐων περὶ τὴν ἑνδεκάτην πρωινὴν ὥραν τοποθετοῦν μετὰ κωδωνοκρουσίας εἰς τὸ κωδωνοστάσιον πλησίον τῶν κωδώνων Ζάκ. γ) Πληθ., κλάδοι διαφόρων δένδρων, συνήθως πρίνων, τοὺς ὁποίους ἐπιστρέφοντες εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ ἀποδημοῦντος οἰ προπέμψαντες αὐτὸν συγγενεῖς καὶ φίλοι καρφώνουν εἰς τὴν ἐξώθυραν αὐτῆς Ἤπ. δ) Πληθ., βλασταράκια χαμωδένδρων βλαστανόντων εἰς τόπους ὑγρούς, τὰ ὁποῖα κοπτόμενα τὴν ἄνοιξιν χλωρὰ ἔτι ἀποφλοιοῦνται καὶ χρησιμοποιοῦνται εἰς τὸ πλέξιμον κανίστρων, κοφίνων κττ. ΝΠαπαδοπ. Ἐμπορ. Ἐγκυκλ. 1,2. Διὰ τὴν χρῆσιν πβ. Λάνδου Γεωπ. 10,6,2 «ἴνα δὲ εἰς πλέξιν φορμῶν καὶ σπυρίδων λευκοί τε καὶ ἐπιτήδειοι οἰ θαλοὶ ὦσι, χλωροὺς ἔτι ἀπὸ τῶν βαΐων ἐκτίλλωμεν αὐτοὺς καὶ ἐν σκέπῃ ἀποθώμεθα ἡμέρας δ΄ κτλ.:» ε) Πληθ., νηματώδη πλέγματα συγκρατοῦντα τοὺς ὀδόντας τοῦ ὑφαντικοῦ κτενίου κατὰ τὰ ἄκρα αὐτῶν Πελοπν. (Μεσσ.) ς) Πληθ., τὰ κατὰ μῆκος (ἄνω καὶ κάτω) πλέγματα τῶν μιταρίων Πελοπν. (Μεσσ.) 2) Κατὰ γενικ ἑνικ. καὶ πληθ. τοῦ Βαγιˬοῦ, Βαιˬοῦ, τῶν Βαγιˬῶν, Βαιˬῶν πολλαχ. τοῦ Βαΐου Πόντ. (Οἰν.) τῶν Βαΐων Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) τῶ Βαγιˬῶ Θρᾴκ. Κρήτ. τοῦ Βαιˬῶ Κέρκ. τοῦ Βαγιˬῶ Λέσβ. Μακεδ. τοῦ Βαγιˬῶνε Ζάκ. Κέρκ. Πελοπν. (Μάν.) κ.ἀ. ἡ πρὸ τοῦ Πάσχα Κυριακὴ τῶν Βαΐων ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Βάγιˬα βάγιˬα τῶν Βαγιˬῶν | τρώμε ψάρι καὶ κολο͜ιὸ καὶ τὴν ἄλλη Κυριακὴ | τρώμε κόκκινο ἀβγὸ Νίσυρ. (τὸ ᾆσμ. ἐν παραλλαγαῖς καὶ ἀλλαχοῦ). Συνών. Βαγιˬοκυριακή. 3) Κατὰ γενικ. τοῦ Βαιˬοῦ, ἡ πρὸ τῆς Κυριακῆς τῶν Βαΐων ἑβδομὰς Μακεδ. (Σιάτ.): Μιˬὰ μέρα τοῦ Βαιˬοῦ. Συνών. βαγιˬοβδομάδα, κουφὴ (ἰδ. κουφός).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA