ἄρχοντας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄρχοντας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἄρχοντας ὁ, ἄρχως πολλαχ. ἄρχω Τσακων. ἄρχους Λέσβ. κ.ἀ. ἄαχους Σαμοθρ. ἄρκως Καλαβρ. (Μπόβ.) Κάρπ. Κύπρ. Χίος (Καρδάμ) κ.ἀ. νιˬάρχως (Νεοελλ. Ἀνάλ. Παρνασσ. 1,253) ἄρχοντας κοιν. καὶ Καππ. Πόντ. (Κερασ. Σαντ. Σούρμ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἄρχοντα Τσακων. ἄρχοdας πολλαχ. ἄρκοντας πολλαχ. ἄρχουντας βόρ. ἰδιώμ. ἄρχουdας πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ἄρκουdας Θεσσ. (Πήλ.) Γενικ. ἄρχω πολλαχ. ἄρκω ἐνιαχ. Πληθ. ἀρχοντᾶδες πολλαχ. ἀρχουντᾶδις πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ἀρχονταῖοι Α.Ρουμελ. (Καρ.) Συγκριτ. ἀρκοντότ-τερος Κύπρ. Θηλ. ἀρχόντισσα κοιν. ἀρχόdισσα πολλαχ. ἀρχόντ᾿σσα πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ἀρχόντσα Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀρχόντζα Κέρκ. ἀρχόιd᾿σσα πολλαχ. ἀρχόdουσσα Θρᾴκ. (Αἰν.) ἀρκόντισσα πολλαχ. ἀρχόγκισσα Τσακων. ἀιχότσα Σαμοθρ. ἀρχοντοῦ Σκῦρ. ἀρχογκισσα Βιθυν. ἀρχουντοῦ Θρᾴκ. (Αἶν.) ἀρχοντάβα Πόντ. (Σαντ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἄρχων. Τὸ ἄρχως καὶ μεσν., περὶ δὲ τοῦ σχηματισμοῦ του ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,190 καὶ 2,9. Ὁ τύπ. νιˬάρχως ἐκ τοῦ ἀμαρτ. νάρχως κατ᾿ ἀνάπτυξινι παρὰ τὸ ν ὡς εἶναι-εἶνιˬαι κττ., τὸ δὲ νάρχως ἐκ τῆς συνεκφ. τὸν ἄρχω. Τὸ θηλ. ἀρχόντισσα καὶ μεσν. Διὰ τὸν τὐπ. ἀιχότσα ἰδ. AHeisenberg ἐν Ἀφιερ. εἰς ΓΧατζιδ. 95.
Σημασιολογία
Α) Κυριολ. 1) Ἄρχων, κυβερνήτης πολλαχ.: Ὁ ἄρχως μοῦ παράgειλενε νὰ μὴ βάλωμενε ζὰ μέσα ᾿ς τὰ χόρτα Νάξ. (Γαλανᾶδ.): Ἤρθενε ὁ ἄρχως, μόνου κάμετε ᾿ς τὴ bάdα αὐτόθ. || Παροιμ. Τὸ Βλάχο κάναν ἄρχοντα κιˬ αὐτὸς γύρευε ρείκιˬα (ἐπὶ ὀψιπλούτου ἢ παρ᾿ ἀξίαν ἀνελθόντος εἰς ἀνώτερα ἀξιώματα, μὴ λησμονοῦντος δὲ τοὺς παλαιοὺς ἀγροίκους τρόπους) Πελοπν. (Μάν.) Ὁ ποντικὸς ᾿ς τὴν τρῦπα του μεγάλος ἀρχως εἶναι Ἀμοργ. Θήρ. Ὅταν ὁ ἄρχοντας κλάνῃ, ὁ λαὸς τὸ παρακάνει (τὰ κακὰ παραδείγματα τῶν ἀρχόντων μιμοῦνται καθ᾿ ὑπερβολὴν οἱ ὑπήκοοι) ΙΒενιζέλ. Παροιμ.2 235,856) || Γνωμ. Ἄρχως ταὶ πελ-λὸς ὅ,τι τοὺς δόξῃ (ὁ ἄρχων καὶ ὁ μωρὸς κάνουν ὅ,τι θέλουν) Κύπρ.Τὸν ἄρχοdα τοῦ τόπου σου, τὸν ἅγιˬο τοῦ χωριˬοῦ σου (ἐνν. τίμα) Θήρ. || Αἴνιγμ. Σὰ νιˬάρχως νιˬάρχως ἔρχεται, σὰ νιˬάρχως κατεβαίνει καὶ σὰν καλὸς πραματευτὴς σηκώνεται καὶ φεύγει (ἡ ὁμίχλη) Νεοελλ. Ἀνάλ. Παρνασσ. ἔνθ᾿ ἀν. 2) Ἐκεῖνος ὅστις προέχει ἐν τῇ κοινωνίᾳ κατὰ τὸ γένος, τὴν δύναμιν καὶ τὸν πλοῦτον, εὐγενής, πλούσιος κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) Καππ. Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Σούρμ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων. : Ζῇ -περνᾷ σὰν ἄρχοντας (ζῇ ἐν εὐμαρείᾳ). Γυναῖκα ἀρχόντισσα κοιν. Κέρδισε χρήματα κ᾿ ἔγινε ὁ πεˬὸ ἄρχοντας τοῦ χωριˬοῦ Νίσυρ. Μιˬὰ φορὰ ἤτανε ἕνας ἄρχοdας πολὺ ἄρχοdας καὶ πολὺ φιλάργυρος Θρᾴκ. Σεῖς οἱ ἀρχόντοι δὲν καταδέχεστε τσοὶ φτωχοὶ Σκῦρ. Ἔτουνε εἷνας γυναῖκα ἀρχόντσα καὶ εἷνας γυναῖκα φτωέσσα (ἐκ παραμυθ.) Σούρμ. Μὲ τὸ νὰ ἔτον πολλὰ ἄρχοντας ὁ λόγος ἀτ᾿ εἶεν πέρασιν (ἐκ παραμυθ.) Κερασ. Παροιμ. Ὁ Βλάχος ἄρχως κιˬ ἄν γενῇ, βλαχίλας θὰ μυρίσῃ (ἐπὶ ὀψιπλούτου μὴ δυναμένου νὰ ἐκπλύνῃ τὸν ρύπον τῆς χυδαίας καταγωγῆς του) Πελοπν. (Κορινθ.) Ἀπὸ καινούργιˬο ἄρχοντα κιˬ ἀπὸ παλα͜ιὸ διακονιˬάρι ὁ Θεὸς νὰ σὲ φυλάξῃ (ἀφόρητοι εἶναι ὁ ἀλαζὼν νεόπλουτος καὶ παλαιὸς ἐπαίτης εἰς τὸν ὁποῖον ἀναγκαζόμεθα νὰ δώσωμεν ἐλεημοσύνην διὰ ν᾿ ἀπαλλαγῶμεν ἀπὸ τὰς ὀχληρὰς αἰτήσεις του) ΙΒενιζέλ. Παροιμ.2 24,309. Ἄρχοντας μὲ δίχως βιˬὸς | πεινασμένος ποντικὸς (οὐδεμίαν ἀξίαν ἔχει εὐγένεια ἄνευ πλούτου) Ἰόνιοι Νῆσ. Ἄρχοντας ὁ καυχηοσιˬάρις | καὶ φτωχὸς παραπονιˬάρις (ὁ πλούσιος συχνάκις ὁμιλεῖ μετ᾿ αὐταρεσκείας περὶ ἑαυτοῦ, ὁ δὲ πτωχὸς ἀδιαλείπτως μεμψιμοιρεῖ) ΙΒενιζέλ. Παροιμ.2 32,418. ᾿Εφτωχὸν πονεῖ ντὸ ᾿κ᾿ ἔσ᾿ | κιˬ ἄρχοντας πονεῖ ντὸ θέλ᾿ (ὁ πτωχὸς πονεῖ εἰς ὅ,τι δὲν ἔχει καὶ ὁ πλούσιος πονεῖ εἷς ὅ,τι θέλει) Τραπ. Ἄρκοντας μὲ τὰ φλουριˬά του | κιˬ ὁ φτωχὸς μὲ τὰ παρά του (ὁ μὲν πλούσιος χαίρει διὰ τὸν πλοῦτον του, ὁ δὲ πτωχὸς διὰ τὰ παιδιά του) Κάρπ. Ἄρκου παιδὶν ἀπόθανε κιˬ ὁ κόσμος ἐσυγκλύστη, φτωχοῦ παιδὶν ἀπόθανε κ' ἡ γειτονιˬὰ ᾿ν τὸ ξέρει (ἐσυγκλύστη = κατεποντίσθη, ᾿ν = ᾿ὲν, δὲν) Καρδάμ. Ὥστε νάρτῃ τ᾿ ἀρχόντου τὸ κέφι βγαίνει τοῦ φτωχοῦ ἡ ψυχὴ Χίος. β) Ἡ κλητικὴ μετὰ τοῦ μου ἐπιφωνηματικῶς Κεφαλλ.: Μοῦντζες, ἄρχογτά μου, νά ᾿χετε ὅλοι! 3) Ὁ σύζυγος καὶ ως ἀρχόντισσα ἡ σύζυγος κατὰ φιλοφρόνησιν πολλαχ.: Νὰ χαρῇς τὸν ἄρχοdά σου! (εὐχὴ) Κρήτ. Νὰ χαρῇς τὸν ἄρχω σου καὶ τ᾿ ἀρχοντόπουλλά σου! Μύκ. Χαιρετίσματα ᾿ς τὴν ἀρχόντισσά σου Λεξ. Περίδ. || Παροιμ. Ἀρκόντισσα καὶ παστρική, ξεσυνερίζουσι μαζὶ (ἡ καθαριότης ἁμιλλᾶται πρὸς τὸν πλοῦτον) Κάρπ. Ἀρκόντισσά ᾿ναι, δέτε την, ψωμὶ δὲν ἔχει, κλαίτε την (ἐπὶ πτωχῆς πλουσίως ἐνδεδυμένης) αὐτόθ. Ἕνα τό ᾿χει ἡ ἀρχοντοῦ, ἄν βροντοῦν κιˬ ἂν δὲν βροντοῦν (ἐπὶ τοῦ ἀφιλοτίμου μὴ προσέχοντος εἰς τὰς ἐπικρίσεις τῶν ἀνθρώπων διὰ τὴν διαγωγήν του) Σκῦρ. || Γνωμ. Οὕλοι τὸν ἄρχοντ᾿ ἀγαποῦν ποῦ ᾿ναι πολὺ τὸ βιˬός του τσαὶ τὸ φτωχὸ τὸνε μισοῦν ποῦ ᾿ναι πολὺ τὸ χρεˬός του Σκῦρ. || ᾌσμ. Κόρ᾿, ἄρχως σου θὰ παdρευτῇ κιˬ ἄλλη ξαθὴ θὰ πάρῃ Κρήτ. Νὰ σὲ τιμοῦν οἱ ἀρχονταῖοι, τοῦ κόσμου οἱ ἀντρειωμένοι Καρ. Στρώστι χαλιˬά, στρώστι σπαθιˬὰ νὰ κάτσουν ἀρχουντᾶδις νὰ κάτσ᾿ οὑ νεˬὸς νὰ μουλουγήσ᾿ τί εἶδι τί δὲν εἶδι Ἀδριανούπ. ίλοι ἄρχοντοι ίλοι, ίλοι προσκυνητᾶδες, ἐχπάσταν καὶ θὰ πάγουνε, θὰ πάν νὰ προσκυνοῦνε Χαλδ. Ἡ σημ. καὶ μον. Τὸ θηλ. Ἀρχόντισσα τοπων. Χίος (Βολισσ.) καὶ κύρ. ὄνομα Ἀρχόdισσα Κρήτ. Ἀρχοντοῦ πολλαχ. Ἀρχόντω πολλαχ. Ἀρχόdω Κύθηρ. Ἀρχόντου Θρᾴκ. Μακεδ. Ἀρχοντὼ Σκῦρ. 4) Θηλ. πληθ. ἀρχόd᾿σσις, αἱ νεράιδες Θρᾴκ. (Μάδυτ.) καὶ: καλὲς ἀρκόντισσες ταὐτόσημον Χίος. Συνών. καλὲς κυράδες. 5) Γενικ. τῶν τριῶν Ἀρχόντω, τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν Κύθν. Τῶν τρὲν Ἀρχοντίων (συνών. τῷ προηγουμένῳ) Πόντ. (Σάντ.) Β) Μεταφ. 1) Ὁ ὄνος Εὔβ. (Κουρ.): Πόσο τὸν πουλεῖς τὸν ἄρκοντά σου; 2) Πληθ. ἀρχουντᾶδις, οἱ ὄρχεις Μακεδ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀρχίδι 1. 3) Θηλ. ἀρχόντισσα κατ᾿ ἀντίφρ. ἡ ἀνθρωπίνη κόπρος Κεφαλλ.: ᾿Επάτησα μιˬὰν ἀρχόντισσα. 4) Θηλ. ἀρχόντσα ἐν τῇ συνθηματικῇ γλώσσῃ ὁ ἀχυρὼν Μακεδ. (Βλάστ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA