ἀντιβογγῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντιβογγῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀντιβογγῶ πολλαχ. ἀντιβογῶ Passow. Carm. popular. 43 ΣΖαμπελ. ᾌσμ. δημοτ. 610.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ ρ. βογγῶ.
Σημασιολογία
᾿Αντηχῶ, ἀντιλαλῶ, βοΐζω ἔνθ’ ἀν.: Γοργὰ ποτάμιˬα κατρακυλοῦν κιˬ ἀντιβογγοῦν ᾿ς τὴν ἀκοή του ΑΚαρκαβίτσ. Ζητιᾶν. 157 || ᾌσμ. Βροντᾶν τὰ τόπιˬα τῶν Τουρκῶν, ντουφέκιˬα ἀντιβογγοῦνε (εἰς τὸ τόπια τὸ τ προφέρεται ὡς t) Ἤπ. Ὁ Λιˬάκος ἐπετάχτηκε, σὰν ἀεˬτὸς πετε͜ιέται, σκούζει καὶ τρέμουν τὰ βουνὰ κιˬ ἀντιβογοῦν οἱ κάμποι ΣΖαμπέλ. ἔνθ' ἀν. Πολλὰ τουφέκιˬα ἀντιβογοῦν, μιλιˬόνια καριˬοφίλια Passow ἔνθ’ ἀν. -Ποιήμ. Κιˬ ἀπ’ τὸν ἀντίλαλο τῶν λόγγων διπλωμένο ἀντιβογγάει τὸ φωνατὸ ΚΘεοτόκ. Βιργ. Γεωργ 43 Ἡ χλαλοὴ κιˬ ὁ σκοτωμὸς ἀντιβογγοῦσε ὥς τ᾽ ἄστρα ΓΣτρατήγ.Ἡρῷα 59. Συνών. ἀντιβοΐζω, ἀντιβροντῶ 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA