ἀντιβόηˬθο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντιβόηˬθο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀντιβόηˬθο τό, Πελοπν. (᾿Αρκαδ.) ἀντιβόηˬθι Πελοπν. (Κάμπος Λάκων.) ἀdιβόχτιˬο Κεφαλλ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀντιβοηˬθῶ. ᾿Ιδ ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 266 κἑξ. Διὰ τὸν τύπ. ἀdιβόχτιˬο πβ. βοηˬθῶ-βοχτάω κττ.
Σημασιολογία
1) Ὑποστήριγμα Πελοπν. (᾿Αρκαδ. Κάμπος Λακων.): Βάλε ἀντιβόηˬθο νὰ μὴν πέσῃ ᾽Αρκαδ. 2) Στῦλος ὑποβαστάζων κλάδον δένδρου Κεφαλλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA