βαγιˬόκλαδο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαγιˬόκλαδο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βαγιˬόκλαδο τό, ΓΒλαχογιάνν. Τὰ παληκάρ. 12-Λεξ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ. βαγιˬόκλαρο Κεφαλλ. –Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. βάγιˬο καὶ κλαδί, παρ’ ὃ καὶ κλαρί.
Σημασιολογία
Κλάδος φοίνικος ἤ δάφνης διὰ βάγιˬο ἢ δι᾽ ἄλλην χρῆσιν ἔνθ᾿ ἀν.: Τὸ τραπέζι εἶναι στρωμένο μὲ βαγιˬόκλαδα, γῦρο τ᾽ ἀσκόπουλλα μὲ τὸ νερὸ καὶ τ’ ἅγιˬο τὸ κρασάκι, λιγοστὸ, καὶ τὰ μικρὰ μαῦρα ψωμάκιˬα ΓΒλαχογιάνν ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA