ἀρχοντιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρχοντιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀρχοντιˬὰ ἡ, ἀρχοντία Ζάκ. Κορσ. Πελοπν (Λακων. Λεῦκτρ. Μάν.) Πόντ. (Οἰν. Σαντ Τραπ. Χαλδ κ.ἀ.) ἀρχοdία Μέγαρ. ἀρχοντιˬὰ κοιν. ἀρχουντιˬὰ βόρ. ἰδιώμ. ἀρχοιdιˬὰ πολλαχ. ἀρχουdιˬὰ πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ἀρχοδιˬὰ Θήρ. Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ἀρκοντιˬὰ Α.Ρουμελ. (Σωζόπ) Ἰκαρ. Κάρπ. Μεγιστ. Σύμ. κ.ἀ. ἀρκόντιˬα Σύμ. ἀρκογκιˬὰ Κάλυμν. Κύπρ. ἀρκοντζιˬὰ Κάλυμν. ἀρχοιˬντὰ Πελοπν. (Μάν.) ἀρχοdὲ Δ.Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεσν οὐσ. ἀρχοντία ==ἐπικράτεια ἄρχοντος, ἐπαρχία. Ὁ τύπ. ἀρχοdὲ κατὰ μεταπλασμὸν ἐκληφθεὶς ὡς ὀσμῆς δηλωτικός. ᾿Ιδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,348.

Σημασιολογία

Α) Κυριολ. 1) Περιληπτικῶς οἱ ἀπὸ καταγωγῆς ἢ ἐπὶ πλούτῳ ἢ ἀξιώματι ἐπιφανεῖς, ἄρχοντες Λεξ. Δημητρ.: ᾎσμ. Ἐννεˬὰ χιλιˬάδες ἀρχοντιˬὰ πάνε νὰ πάρουν νύφη μὲ τετρακόσιˬα δυˬὸ ἄργανα καὶ χίλιˬους συμπεθέρους. 2) Εὐγένεια καταγωγῆς σύνηθ.: Δὲν περνᾶν οἱ ἀρχοντιˬὲς τώρα, πρέπει νὰ δουλέψῃ γιˬὰ νὰ ζήσῃ σύνηθ. || Παροιμ. φρ. Ἀρχοντιˬὰ ᾿ς τὰ φανερὰ κ᾿ ἡ κοιλιˬά μας ταμπουρᾶ (ἐπὶ πτωχοῦ καυχωμένου διὰ τὴν εὐγενῆ καταγωγὴν) Λεξ. Δημητρ. Ἀρχουντιˬὰ κιˬ ἄδε͜ια κοιλιˬὰ (ἐπὶ πτωχοῦ ἀνοήτως ὑπερηφανευομένου διὰ γένος) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Τοὺ βάρισι᾿ς τ᾿ν ἀρχουντιˬὰ (ὑπερηφανεύθη) Στερελλ. (Αἰτωλ.) || Παροιμ. Ἄν χάθηκαν τὰ χρήματα, ἡ ἀρχοντιˬὰ ἀπομένει (ἡ ἀπώλεια τοῦ πλούτου δὲν συνεπάγεται καὶ τὴν ἀπώλειαν τῆς εὐγενοῦς καταγωγῆς. Πβ. Εὐριπ. Ἀποσπ. 1051 «εἰ τοῖς ἐν οἴκῳ χρήμασι λελείμμεθα, ἡ δ᾿ εὐγένεια καὶ τὸ γενναῖον μένεν») ΝΠολιτ. Παροιμ. 2,525. Τὸ ἔχει πάει κ᾿ ἔρχεται κ᾿ ἡ ἀρχοδιˬὰ ᾿πομένει (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Θήρ. Ἀρχοδιˬὰ χωρὶς τὰ ἔχει | τύφλα του ὁποὺ τὴν ἔχει (ἄνευ πλούτου δὲν ἔχει ἀξίαν ἡ εὐγένεια τοῦ γένους. Πβ. Εὐριπ. Ἠλέκτρ. 37 «λαμπροὶ γὰρ εἰς γένος γε, χρημάτων γε μὴν | πένητες ἔνθεν ηὑγένει᾿ ἀπόλλυται». Περὶ τῶν πολλαχοῦ πολλῶν παραλλαγῶν τῆς παροιμ. ἰδ. ΝΠολίτ. Παροιμ. 2,527) Θήρ. 3) Ἐμφάνισις εἰς ἄρχοντα ἀρμόζουσα, μεγαλοπρέπεια κοιν.: Ἔχει μιˬὰ ἀρχοντιˬὰ ἀπάνω του. Μπαίνεις ᾿ς τὸ σπίτι του καὶ βλέπεις ἐκεῖ μέσα ὅλα μυρίζουν ἀρχοντιˬά. Περπατεῖ μ᾿ ὅλη τὴν ἀρχοντιˬά κοιν.: Ἡ -- ἀρχοδιˬὰ τοῦ σπιθιˬοῦ (ἡ καλαισθησία) Κρήτ. || Γνωμ. Ἡ πάστρα εἶναι μισὴ ἀρχοντιˬὰ πολλαχ. || ᾆσμ. Ψιλομελαχρινάκι μου, ἐκε͜ιὰ ποῦ στέκεις στάσου νὰ παίρνῃ ὁ κόσμος ἀρχοδιˬὰ ἀποὺ τὴν ἀρχοδιˬά σου Κρήτ. 4) Λεπτότης τρόπων εἰς τὴν συμπεριφοράν, εὐγένεια σύνηθ.: Ἔχει ἀρχοντιˬὰ ἀπάνω του. Ἀπομακρεὰ φαίνεται ἡ ἀρχοντιˬά του σύνηθ. Γνωμ. Ἀδύνατο εἶναι νὰ γενῇ χοίρου μαλλὶ μετάξι καὶ τοῦ χωριˬάτη τὸ παιδὶ μὲ ἀρχοδιˬὰ καὶ τάξι Θήρ. Ἡ ἀρκογκιˬὰ συνήθειο κ᾿ ἡ τάξι γονικό ᾿ναι (ἡ μὲν εὐγένεια εἶναι ἕξις, ἡ δὲ τάξις κληρονομικὴ) Κάλυμν. || ᾎσμ. Ὅσοι τὸν ἐγνωρίζανε τὸν ἀγαποῦσαν ὅλοι, γιατ᾿ ἦτο βρύσι τσ᾿ ἀρχοδιˬᾶς καὶ τσῆ τιμῆς περ᾿βόλι Κρήτ. Ἡ σημ. καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. Α 82 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «ἤτονε τσ᾿ ἀρετῆς πηγὴ καὶ τσ᾿ ἀρχοντιᾶς ἡ φλέγα». Συνων. ἀρχονταρίκι 4. β) Πληθ., φιλόφρονες περιποιήσεις Θήρ.: Ἠπῆα ᾿ς τὸ σπίτι του καὶ μοῦ ᾿καμε τόσες ἀρχοδιˬὲς Θήρ. 5) Πλοῦτος πολλαχ. καὶ Πόντ. (Οἰν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ὁ δεῖνα· τρανὸν ᾀρχοντίαν ἔσ᾿ (ἔχει) Τραπ. Εἰς τὸ πουγγίν σας ἀρκογκιˬάν! (εὐχὴ) Κύπρ. | Παροιμ. Ἡ ἀρχοντιˬὰ καὶ ὁ βῆχας δὲν περνοῦν ἀβόιστα (δὲν δύναται ν᾿ ἀποκρυβῇ ὁ πλοῦτος καὶ ὁ βῆχας) Λεξ. Μ.Ἐγκυκλ. Ἡ ψώρα μας εἶναι πολλὴ κ᾿ ἡ ἀρχοντιˬά μας λίγη (ἐπὶ πτωχοῦ ἐπιδεικνυομένου ὡς πλουσίου) Αἴγιν. Σὰν δὲν εἶσ᾿ ἀπὸ ᾿ενεˬά, πῶς θὰ σοῦ πρέπ᾿ ἡ ἀρχοντιˬά; (τὰ πλούτη ἁρμόζουν εἰς τοὺς εὐγενεῖς τὴν καταγωγήν. ᾿ενεˬὰ=γενεὰ) Κάσ. Ἡ ἀρχουντιˬὰ ᾿ς τοῦ ἄλουγου κ᾿ ἡ φτώχε͜ια ᾿ς τοὺ γουμάρι (ἀπὸ τὸ χρησιμοποιούμενον ζῷον φαίνεται ἡ οἰκονομικὴ κατάστασις) Στερελλ. (Ἀράχ.) Ἤντσαν τρέ᾿ ᾿ς σὴν ἀρχοντίαν συερᾷ τὴν ἐφτωείαν (ὅστις τρέχει εἰς τὴν ἀρχοντίαν συναντᾷ τὴν πτωχείαν, ἤτοι ὃ τολμῶν ν᾽ ἀναλάβῃ μεγάλας ἐπιχειρήσεις πρὸς πλουτισμὸν κινδυνεύει ν᾿ ἀπωλέσῃ τὸ πᾶν) Τραπ. Ἄρκως μὲ τὴν ἀρκογκιˬά του | τιˬ ὁ φτωχὸς μὲ τὰ παιδκιˬά του (ὁ πλούσιος ὑπερηφανεύεται διὰ τὸν πλοῦτον του, ὁ δὲ πτωχὸς διὰ τὰ τέκνα του) Κύπρ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Β) Μεταφ. 1) Ψώρα (ἡ σημ. κατ᾿ ἀντίφρασιν) Πελοπν. (Λακων.): Αὐτὸς ἔχει τὴν ἀρχοντία. Μὴ πάῃς ᾿κεῖ, γιατ᾿ ἔναι ἀρχοντία. 2) Ταχεῖα ἀναπνοή, λαχάνιασμα Νίσυρ.: Ὁ χοῖρος ἔχει ἀρχοντία.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/