βάγισμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βάγισμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσαιστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βάγισμα τό, Θρᾴκ. (Αἶν.) κ.ἀ. -Λεξ. Δημητρ. βάϊσμα Ἤπ. Παξ. κ.ἀ. -Λεξ. Γαζ. (λ. ἔγκλιμα) Πρω. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. βαγίζω.

Σημασιολογία

1) Κάμψις, κλίσις Λεξ. Δημητρ. 2) Ροπή, κλίσις πρὸς μίαν κατεύθυνσιν Ἤπ. Θρᾴκ. (Αἶν.) κ.ἀ. -Λεξ. Γαζ. Πρω.: Ἀπ᾽ τοὺ πουλὺ τοὺ βάϊσμα ἔπ’σι τοὺ σαμάρ’ Ἤπ. 3) Ἄφθονος καρποφορία Παξ. 4) Μεταφ. κατάπτωσις τῶν σωματικῶν δυνάμεων ἕνεκα γήρατος Λεξ. Δημητρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/