γαλαντομία

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαλαντομία

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γαλαντομία ἡ, σύνηθ. γαλατ-τομία Κύπρ. γαλαdομία Πελοπν. (Μάν.) γαλεdομία Κεφαλλ. γαλαντομιˬὰ πολλαχ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. γαλαντόμος.

Σημασιολογία

1) Ἐλευθεριότης, γενναιοδωρία σύνηθ.: Ἡ φήμη τῆς εὐλάβειας καὶ τῆς γαλαντομίας του ποῦ ἁπλώθηκε παντοῦ τοῦ ἀνοίγει τὸ δρόμο ΚΠαρορ. Μεγάλ. παιδ. 19. 2) Φιλοφροσύνη, εὐγένεια πολλαχ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/