γαλαρεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαλαρεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γαλαρεύω Ἤπ. Πελοπν. (Βούρβουρ. Κυνουρ. Μαζαίικ.) γαλαρεύου Β Εὔβ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γαλάρι, δι’ ὃ ἰδ. γαλάρις.

Σημασιολογία

1) ᾽Αρχίζω νὰ παράγω γάλα, ἐπὶ γαλακτοφόρων ζῴων Πελοπν. (Μαζαίικ.): Ἡ γίδα γαλαρεύει. 2) ’Αποκτῶ αἰγοπρόβατα γαλάριˬα, παράγοντα γάλα Β. Εὔβ. 3) 'Ετοιμάζω τὸ ποιμνιοστάσιον Ἤπ. 4) Μεταφ. καθίσταμαι ἀδύνατος, ἀποβάλλω τὴν ζωτικὴν ἰκμάδα, ἐπὶ ἀγρῶν (ἡ μεταφ. ἐκ τοῦ γεγονότος ὅτι τὰ ἀμελγόμενα ζῷα ἀδυνατίζουν) Πελοπν. (Κυνουρ.): Γαλάρεψε τὸ χωράφι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/