γαλαροκόπαδο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαλαροκόπαδο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γαλαροκόπαδο τό, ΔΛουκοπ. Ποιμεν. 25 γαλαρουκόπαδου Θεσσ. (᾿Αιβάν. Καλαμπάκ.) Στερελλ. (Λεπεν.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
γαλαροκόπαδο τό, ΔΛουκοπ. Ποιμεν. 25 γαλαρουκόπαδου Θεσσ. (᾿Αιβάν. Καλαμπάκ.) Στερελλ. (Λεπεν.) κ.ἀ.
Σημασιολογία
Ποίμνιον ἐγγάλων αἰγοπροβάτων. Συνών. γαλαροκοπή.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA