γαλαρόκυπρο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαλαρόκυπρο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γαλαρόκυπρο τό, Γ’Επαχτίτ. Ἱστορ. 34 γαλαρόκυπρος ὁ, ΔΛουκοπ. Ποιμεν. 80 γαλαρόκυπρους Στερελλ. (Αἰτωλ. ᾿Ακαρναν. Λεπεν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. γαλάρι, δι᾿ ὃ ἰδ. γαλάρις, καὶ κυπρί.

Σημασιολογία

'Ορειχάλκινος ποιμενικὸς κώδων τῶν αἰγοπροβάτων.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/