ἀντιγώνι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντιγώνι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀντιγώνι τό, Σίφν. Ἰκαρ. ἀd’γώ’ Λέσβ. Σάμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ οὐσ. γωνία.
Σημασιολογία
1) Ὁ παρὰ τὸν γωνιαῖον λίθον ἐν συνεχείᾳ τῆς στενῆς αὐτοῦ πλευρᾶς τοποθετούμενος ἐκλεκτὸς λίθος ’Ικαρ. Λέσβ. Σάμ.: Παροιμ. φρ. Ἡ καλὴ πέτρα, ἂν δὲ bῇ καdού’, θὰ dὴ βάλ’ν ἀd’γώ’ (οἱ χρηστοὶ πάντοτε διακρίνονται) Σάμ. 2) ᾿Ακρογωνιαῖος λίθος Σίφν. 3) Μεταφ. ἡ γωνία τοῦ ἄρτου, ἀκρωβελία Σάμ.: Βαστοῦσ' ἕν᾽ ἀdιγώ’ ψουμί.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA