ἀντιδαύλι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντιδαύλι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀντιδαύλι τό, Παξ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ οὐσ. δαυλί.
Σημασιολογία
Καυσόξυλον εὐμέγεθες, τὸ μεγαλύτερον τῆς ἑστίας, διὰ τοῦ ὁποίου διατηρεῖται ἡ πυρὰ σχεδὸν ἄσβεστος καὶ χρησιμοποιεῖται ὡς ἔναυσμα διὰ τὴν ἑπομένην.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA