γίγαντας

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γίγαντας

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γίγαντας ὁ, λόγ. σύνηθ. καὶ δημῶδ. Ἤπ. (Ἄγναντ. Δωδών. Κακοπλεύρ. Ξηροβούν. κ.ἀ.) Θεσσ. (Ζαγορ. Συκαμν. κ.ἀ.) Θήρ. Μακεδ. (Τρικοκκ. Φλόρ.) Πάτμ. Πελοπν (Ἀρκαδ. κ.ἀ.) Πόντ (Τραπ.) Σάμ. Στερελλ. (Ἀράχ. Ἀχυρ. κ.ἀ.) - Λεξ. Μπριγκ. Δημητρ. γίγαdας Κρήτ. Κύθηρ. Μῆλ. Πάρ. κ.ἀ. Πελοπν. (Ξεχώρ. κ.ἀ.) νίγαdας Κεφαλλ. γιγαdᾶς Πελοπν. (Μάν.) ’γάdας Πάρ. (Λεῦκ.) ἀγίγαντος Πόντ. (Τρίπ.) ἀγίγανος Πόντ. (Τρίπ.) Θηλ. γιγάντισσα Ν. Ἑστ. 19 (1935), 39 - Λεξ. Βάιγ. Μπριγκ. γιγάdισσα Κεφαλλ. γιγάνταινα Ἴμβρ. - Ν. Πολίτ. Παραδ 1,57. Πληθ. γίγαντοι Κ. Κρυστάλλ., Ἔργα 2, 24 ’ίαdες Βιθυν. (Κίος) ᾿ίαδες Βιθυν. (Κίος).

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. γίγας Ὁ τύπ. γιγαdᾶς πιθαν. κατ’ ἀναλογίαν πρὸς τὰ κρεμανταλᾶς, παλληκαρᾶς, χορευταρᾶς κ.ἀ. Ὁ τύπ. γιγάντισσα καὶ εἰς Σομ.

Σημασιολογία

Μυθολογικὸν ὄν, ὑπερφυσικῶν διαστάσεων καὶ ὑπερανθρώπου δυνάμεως σύνηθ.: ψηλὸς σὰ γίγαντας Ν. Πολίτ., Παροιμ. 3,655. Αὐτὸ τὸ παιδὶ ἡ γιγάνταινα ἡ μάννα του τὸ ἑχόρευε (ἐκ παραμυθ.) Ν. Πολίτ., Παραδ. 1,57. || Ποίημ. Ἀρχίζει σύνταχα ἡ δουλε͜ιά, σὰ γίγαντοι ’πιθώνουν πέτρα σὲ πέτρα οἱ μάστοροι καὶ χτίζουν κιˬ ἀσβεστώνουν Κ. Κρυστάλλ., ἔνθ’ ἀν. β) Ἄνθρωπος ἀσυνήθων διαστάσεων καὶ δυνάμεως σύνηθ.: Πρέπ’ νά ᾽σι γίγαντας γιˬὰ νὰ σ’κώῃς σ’ αὐτὸ τοὺ ’θάρ’ Στερελλ. (Ἀχυρ.) Εἶνι γίγαντας ᾽ς τὴ δ’λε͜ιὰ αὐτὸ τοὺ πιδὶ αὐτόθ. Σωστὸς γίγαdας εἶναι Πελοπν. (Ξεχώρ.) Γίγαντας ἀγαθόγνωμος, ἄφινε νὰ τοῦ φεύγῃ λίγη λίγη ἡ δύναμή του. Ὅμως φύλαγε στερνὴ καί τὴν ἐκδίκησή του Ι. Βλαχογιάννη, Λόγοι κι ἀντίλογ., 49. Ἤτανε ἕνας ψηλός, πολὺ ψηλὸς ἄντρακλας, ἕνας γίγαντας Δ. Βουτυρ., Ἐπανάστ. ζώων, 40. Ἕνας γίγαντας τσόπανος Δ. Βουτυρ., Μέσ’ στούς ἀνθρωποφ., 127. || Γνωμ. Ἀπὸ γίγαντα δανείσου, ἀπὸ ἀλεποῦ ἀλλαργαρίσου (εἷναι προτιμοτέρα ἡ συναλλαγὴ μὲ σκληρὸν δανειστὴν παρὰ μὲ ἄδικον καὶ κερδοσκόπον. Πβ. Ν. Πολίτ., Παροιμ., 1, 452) Πάτμ. || ᾌσμ. Γίγαντας εἶνι οὑ γαμπρὸς κ᾽ ἡ νύφ’ εἶνι φιργάδα, μ᾽ ἀλήθε͜ια κ᾽ ἡ παράνυφη εῖ’ ἄσπρη σὰν τοὺ γάλα Σάμ. Χτύπησ’ ὁ κάλλιˬος γιγαdᾶς, πὄπαιρνε τὰ διπλώματα σὰ νά ’τα τραπουλόχαρτα (μοιρολ.) Πελοπν. (Μάν.) Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπῶν. ὑπὸ τύπ. Γιγαντᾶς Ἀθῆν. καὶ ὡς παρωνύμ ὑπὸ τύπ. Γίγαdας Κύθηρ. Παρ. (Λεῦκ) Γιγαdῆς Πελοπν. (Κίττ. Μάν.) γ) Εἶδος λιβελλούλης, πιθαν. Λιβελλούλη ἡ γίγας, (Libellula gigante) τῆς οἰκογ. τῶν Ὀδοντογνάθων (Ododognatha), μὲ τεφρόχροα πτερά, ἔχοντα μελανὰς κηλῖδας Στερελλ. (Σπάρτ.) δ) Ποικιλία φασιόλων, τὰ ὁποῖα ἔχουν πολύ μεγάλα σπέρματα πολλαχ. Συνών. ἐλέφαντες, ἑφτακοίλιˬα, φτακίδιˬα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/