γιγαντένιˬος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιγαντένιˬος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γιγαντένιˬος ἐπίθ. Γ. Ψυχάρ., Τὰ δύο ἀδέρφ., 301 Ρωμαίικ. Θέατρ., 128 Α. Προβελ., Νικηφ. Φωκ., 2. Π. Βλαστ., Ν. Ἑστ. 19 (1935), 48 κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γίγαντας καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ένιˬος.
Σημασιολογία
Κυριολ. καὶ μεταφ., γιγαντώδης, μέγιστος ἔνθ᾽ ἀν.: Γιγαντένιˬες νυχτερίδες φτεροκοποῦσαν ἀργὰ Π. Βλαστ., ἔνθ’ ἀν. Τέτο͜ια γιγαντένιˬα ψευτιˬά, τέτο͜ιο κακούργημα συλλογιστηκε Γ. Ψυχάρ., ἔνθ’ ἀν. || Ποίημ. Κλάψε, καηˬμένη Πόλη, ποὺ ξένο͜ιαστη κοιμόσουνε, χαρούμενη ξυπνοῦσες, γιˬατὶ ἅπλωνεν ἀπάνω σου φτεροῦγες γιγαντένιˬες ὁ Νικηφόρος σὰν ἀετὸς Α. Πρεβελ., ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. γιγάντειος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA