γιγαντεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιγαντεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γιγαντεύω Κ. Παλαμ., Ἀσάλ ζωή2, 184 Ὕμν. Ἀθην. 2, 15 Δωδεκάλ. γύφτ. 2, 51.139.147. Μετοχ. γιγαντεμένος Κ. Παλαμ., Ἀσάλ. ζωή 2, 134 Ὕμν. Ἀθην. 2, 15 -Λεξ. Δημητρ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γίγαντας.

Σημασιολογία

Ἀμτβ., καθίσταμαι γίγας κατὰ τὸ μέγεθος ἢ τὴν δύναμιν, γιγαντοῦμαι ἔνθ’ ἀν.: Ποιἡμ. Καὶ μιλᾷς καὶ γιγαντεύεις καὶ τοὺς κόσμους ξεπερνᾷς Δωδεκάλ. γύφτ. 2, 139. Καὶ ’ς τὰ σπλάχνα του γιγάντεψε τοῦ νεροῦ τὸ καρδιˬοχτύπι αὐτόθ. 147. Μετοχ. γιγαντεμένος, ὁ ὑπερφυσικὸς κατὰ τὸ μέγεθος γενόμενος, ὁ γιγαντωθεὶς Κ. Παλαμ., Ἀσάλ ζωἡ 2, 134. Ὕμν. Ἀθην. 2, 15 - Λεξ. Δημητρ. κ.ἀ. || Ποιήμ. Ποὺ λές, δὲν ἔχει κούραση, γιγαντέματα δὲν ἔχει κι ὅλο γεννάει θεόμορφα παιδιˬὰ γιγαντεμενα Ὕμν. Ἀθην. 2, 15. Ὧ θρίαμβοι γιˬὰ τὸ μηδὲν καὶ γιˬὰ τὸ κάτι μύριˬα ξεφωνητὰ τῶν ἄμυˬαλων, τῶν ὄχλων πανηγύριˬα, κιˬ ἀπὸ τοῦ καντηλιˬοῦ τὸ φῶς ἥσκιˬοι γιγαντεμένοι οἱ τιποτένιˬοι Ἀσάλ. ζωή 2, 134.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/