βαδίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαδίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βαδίζω λόγ. σύνηθ. βαδίζου Μακεδ. (Βέρ. Πάγγ.)
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. βαδίζω.
Σημασιολογία
Προχωρῶ βάδην ἔνθ’ ἀν.: Οἱ στρατιῶτες βαδίζουν προφυλαγμένοι σύνηθ. Δὲ μπουρῇ νὰ βαδίσ’ Πάγγ. Δὲ βαδίζ’νι τοὺ ’μῶνα τὰ πράματα (τὰ ζῷα) Βέρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA