βάδισμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βάδισμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βάδισμα τό, λόγ κοιν. βάισμα Μακεδ. (Χαλκιδ.)

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. βάδισμα.

Σημασιολογία

Πορεία ἔνθ’ ἀν.: Βάδισμα σταθερὰ σύνηθ. Βάδισμα ἀλόγιˬαστο ΓΒλαχογιάνν. Λόγοι κι ἀντίλογ. 147.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/