γαλατασκόπουλλο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαλατασκόπουλλο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γαλατασκόπουλλο τό, ἀμάρτ. γαλατάσκοπ’λλο ΔΛουκοπ. Ποιμεν. 155.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. γάλα καὶ ἀσκόπουλλο.
Σημασιολογία
Μικρὸς ἀσκὸς κατάλληλος δι᾽ ἐναπόθεσιν γάλακτος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA