βάδωμαν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βάδωμαν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βάδωμαν τό, Κύπρ. βάωμαν Κύπρ.
Σημασιολογία
1) Κλείσιμον. 2) Τὸ δι’ οὗ κλείνει τις: ᾎσμ. Βάλ-λει τὸν λίθον βάδωμαν, τὸν μόλυβον μαντάλιν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA