γιγαντόκορμος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιγαντόκορμος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γιγαντόκορμος ἐπίθ. λογ σύνηθ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γίγαντας καὶ κορμί.

Σημασιολογία

Ὑψηλόσωμος, μεγαλόσωμος λόγ σύνηθ.: Ποίημ. Κοντὰ ’ς τὰ γιγαντόσωμα τὰ παλληκάριˬα ἐκεῖνα ποὺ μέσ᾿ ’ς τοὺς ὕπνους μου θωρῶ μ᾽ ἀχτινωτὴ μορφὴ Γ. Στρατήγ., Τί λέν τὰ κύμ., 51. Συνών. γιγαντόσωμος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/