ἀρχοντολόι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρχοντολόι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀρχοντολόι τό, ἀρχοντολόγι Α.Ρουμελ.(Σωζόπ.) Ἤπ. κ.ἀ. ἀρχοντολόι σύνηθ. ἀρχοdολόι πολλαχ. ἀρχουντουλόι βορ. ἰδιώμ. ἀρχουdουλόι ἐνιαχ. βορ. ἰδιωμ. ἀρκοντολόιν Κύπρ. ἀρκοντολόι Κῶς Τῆλ. κ.ἀ. ἀρκοdολόι Κεφαλλ. Σύμ. κ.ἀ. ἀρχοδολόγι Βιθυν.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεσν οὐσ. ἀρχοντολόγι.
Σημασιολογία
Ἡ τάξις τῶν εὐγενῶν, τῶν πλουσίων ἔνθ’ἀν.: ᾎσμ. Κερά μ’, τὴ θυγατέρα σου, κερά μ᾿, τὴν ἀκριβή σου ᾽τὴν εἶδαν κόσμος θάμαξε κιˬ ὅλα τ' ἆρχοντολόγιˬα Θρᾴκ. (Κεσάν.) Χώριˬα καλοῦνε τσ᾿ ἄρχοdες κιˬ οὕλο d’ ἀρχοdολόι, χώριˬα καλοῦνε τσοὶ φτωχοὺς κιˬ οὕλο dὸ φτωχολόι Κρήτ. Ἀσημένιˬο μου ρολόι ποῦ ᾽σαι μέσ ’ς τ’ ἀρχοδολόγι Βιθυν. –Ποίημ. Κιˬ ὅλον τὸν κόσμο κάλεσε κιˬ ὅλο τ᾿ ἆρχοντολόγι, τρεῖς χρόνους γράφαν τἁ προικιˬὰ και τρεῖς τ’ ἀπανωπροίκιˬα ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 1,211. Ἥ σημ. καὶ μεσν Πβ. Χρον Μορ. Η στ. 1643 (ἔκδ. JSchmitt) «τὸ ἀρχοντολόγι τοῦ Μορέως, ὅλης τῆς Μεσαρέας». Συνών. ἀρχονταλίκι 2, ἀρχονταρίκι 3, ἀρχοντολογιˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA