γιγαντόφερτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιγαντόφερτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γιγαντόφερτος ἐπίθ. Φ. Πανᾶ, Λυρικ., 119.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γίγαντας καὶ φτερό.

Σημασιολογία

Κυριολ. καὶ μεταφ., ὁ ἔχων μεγίστας πτέρυγας, ὁ δυνάμενος νὰ πετᾷ εἰς μέγα ὕψος: Ποίημ. Φιλόσοφε, ποὺ ὁ νοῦς ὁ γιγαντόφτερος σ’ ἔχει κρυφή, χρυσῆ του κορωνίδα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/