γαλατιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαλατιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γαλατιάζω Ἤπ. Κέρκ. -ΧΧριστοβασ. ᾿Αγάπ. 2,41 - Λεξ. Αἰν. γαλατσιˬάζω Πελοπν. (Μάν.) Στερελλ. (Λεπεν.) Μετοχ. γαλατσιˬασμένος Εὔβ. (Κουρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γάλα.

Σημασιολογία

1) ’Αποκτῶ χυμὸν γαλακτώδη, ἐπὶ καρπῶν ἔνθ’ ἀν.: Γαλατσιˬάζει τὸ στάρι Ἤπ. Κέρκ. 2) 'Αναδίδω, ἐξάγω γαλακτῶδες ὑγρὸν Πελοπν. (Μάν.): Ἔρριξα πολὺ νερὸ καὶ γαλάτσιˬασε τὸ ζυμάρι. Συνών. ἀναγαλατσιˬάζω Α1. 3) ᾽Αποκτῶ τὸ χρῶμα τοῦ γάλακτος ΧΧριστοβασ. ἔνθ᾽ ἀν.: Ποίημ. Γαλάτιˬασε ἡ ἀνατολὴ καὶ θάμπωσαν τ’ ἀστέρια. 4) Κάμνω τι πολὺ χαλαρόν, μαλακὸν Πελοπν. (Μάν.): Τὸ πολὺ νερὸ γαλατσιˬάζει τὸ ψωμί.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/