γίδα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γίδα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γίδα ἡ, σύνηθ. καὶ Πόντ. Τσακων. ίδα Κόρσ. ιδα Ἤπ. (Χιμάρ.) Προπ. (Μαρμαρ.) γία Κῶς (Κέφαλ) Ρόδ. (Κάστελλ.) ᾽ίδα Ἐρεικ. Ἥπ. Κέρκ Κεφαλλ. Μαθράκ. Μακεδ. (Βελβ. Κοζ. Σιάτ. κ.ἀ.) Ὀθων ’ία Ρόδ. (Σάλακ.) Γενικ. γιδὸς Ἀντίπαξ. Ἰθάκ. Κέρκ. Λευκ. Παξ. Πελοπν. (Κάμπος Λακων.) ’δὸς Ἤπ. (Ἑλληνικ.) τᾶ γιδὲ Τσακων. Πληθ γιˬὲς Ρόδ. (Κάστελλ.) Αἰτιατ. τοὺρ αἰγίδι Τσακων.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γίδι. Ἡ λ. καὶ εἰς Δουκ. Περὶ τῆς γενικ. γιδός, κατὰ τὰ γυναικός, ἀνδρός, βλ. Γ. Χατζιδ. ΜΝΕ 2,440.

Σημασιολογία

1) Ἡ αἴξ, θήλεια αἴξ μετὰ τὸ δεύτερον ἔτος τῆς ἡλικίας της ἔνθ᾽ ἀν.: Μαύρη - ἄσπρη - μικρὴ - μεγάλη - ἀδύνατη - παχε͜ιὰ γίδα σύνηθ Ἔχω μιˬὰ Μαλτέζικη γίδα ποὺ βγάζει δυˬὸ ὀκάδες γάλα τὴν ἡμέρα πολλαχ. Ἄρμιξι τ᾿ς γίδις βόρ ἰδιώμ. Ἡ γίδα bελάζει Πελοπν. (Ἀρεόπ.) Ἐν εἶες τὴ γίαμ-μου; Κῶς Ἐν ἐπῆες νὰ ’ῇς τὶς γίες αὐτόθ. Στούμπα δυˬὸ ρουδα’νὀφ’λλα, νὰ βάλουμι ᾿ς ᾽ν πληγὴ τ᾿ς γιδὸς Ἤπ (Ἑλληνικ.) Κλαρώ’ ἡ γίδα ’ς ’ν ἐλιὰ (ἀνορθοῦται ἐπὶ τῶν κλάδων τῆς ἐλαίας, διὰ νὰ φάγῃ τοὺς βλαστοὺς της) Σκόπ. Τσε͜ιὰ κάτω ’ς τὸ λιβαάτι ἔει πολλὲς γίες Κῶς. Ἐσήμερα μοῦ ἀπορρίξανε τρεῖς γίδες (ἀπορρίξανε = ἀπέβαλον) Πελοπν. (Βερεστ.) Σέρ’ ἡ γίδα (εὑρίσκεται εἰς γενετήσιον ὀργασμὸν) Ἁλόνν. Ζητᾶνε δυˬὸ γίδες μου καὶ θὰ τὶς πάου ’ς τὸ τραΐ (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Πελοπν. (Μαργέλ.) Λάζεται ἡ γία (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Κῶς (Ἔχουν τὰ γίδια σήμιρα μάρκαλου (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Μακεδ. (Μεσολάκκ.) Ἡ γίδα βιλάζ’ προυτοῦ νὰ βρέξ’ Μακεδ. (Παρθεν.) Ἡ πισουκέρατ’ ἡ γίδα λά’σι (= ἔφυγε) Μακεδ. (Βαρβάρ.) Τοὺ γιδουχόρταρου τοὺ τρῶν οἱ γίδις Μακεδ. (Μικρὸ Σούλ.) Ἰδῶ ἔχουμι μιˬὰ γίδα ποὺ πάει gεσέμ’ (εἶναι ὁδηγὸς τοῦ κοπαδιοῦ) Μακεδ. (Ἀμφίπ.) Ἅμα σκουλάσῃς, νὰ πᾷς νὰ βουσκήσῃς τ᾿ς γίδις Ἁλόνν. Δὲν εἶνι μ’γάλ’ ἡ γίδα μ’. Εἷνι δυˬὸ χρουνῶν Ἤπ. (Καταρρ.) Ἡ ίδα καὶ τὸ πρόβατο βελιˬάζει Κορσ. Τοὺ κατσί’ ’ς τὰ δυˬό τ᾽ χρόνιˬα τ’ λέμι στειρουπού’ κὶ μιτὰ γίδα ἢ τραΐ Μακεδ. (Καστορ) Οὑ λύκους ἅμα πατήσ’ τ’ γίδα, θὰ ψουφήσ’ ἡ γίδα Μακεδ. (Βάλβ) Φέρ᾿ τὴν ᾽ίδα νὰ dὴν ἀρμέξω Κεφαλλ. (Κουβαλᾶτ.) Ἡ γίδα εἶναι τοῦ διˬαόλου Κέρκ. (Κασσιόπ.) Οἱ γίδες τὰ παλιˬὰ τὰ χρόνιˬα εἴχανε τὰ μάτιˬα ᾿κεῖ πού ’ναι τὰ γόνατα κιˬ ὁ Χριστὸς τοὺς ἔβαλε τὰ μάτιˬα ᾿κεῖ πού ’ναι αὐτόθ. Ἅμα γιννήσ’ τρία ἡ γίδα, θὰ χαθῇ τοὺ κουπάδ’ Ἤπ. (Δωδών.) || Φρ. Σημάδεψε ἡ γίδα (ἤρχισεν νὰ δεικνὺῃ σημεῖα ἐγκύου) Πελοπν. (Φιγάλ.) Φουσκώ’ τ’ γίδα (κοιμᾶται βαριὰ) Ἤπ. (Ραδοβύζ.) Συνών. φρ. Φουσκώνει ἀσκιˬά. Ἐδὰ εἶσαι μία ίδα κουρεμένη Κορσ. || Παροιμ. Φρ. Οἱ λιγάμενες κουρεύονται σὰ γίδες τοῦ βουνοῦ (διὰ τὰς τουριστρίας ποὺ ἐπισκέπτονται τὴν νῆσον) Ἐρεικ. Τοὺν ἔκανα γίδας γόνατου (τὸν ἀπεγύμνωσα τῶν χρημάτων του εἰς χαρτοπαίγνιον) Στερελλ. (Φθιῶτ.) Ξεφεύγει σὰν τὴ γίδα ’πὸ τὸν κοῦρο (= τὸ κούρεμα. διὰ τοὺς ἀποφεύγοντας νὰ ἀναλάβουν μίαν ἐργασίαν) Πελοπν. (Γαργαλ.) Γι’θήκανι πίσου ἀπ᾿ τ᾿ς γίδας τοὺ gόλου (διὰ τοὺς ποιμένας οἱ ὁποῖοι ἐγεννήθησαν καὶ ἐγήρασαν εἰς τὴν ὕπαιθρον) Σάμ. Σὰν τὴ γίδα τὸ τομάρι (διὰ τὸ ἔνδυμα, τὸ ὁποῖον φορεῖ κανεὶς ἐπὶ μακρὸν χρόνον ἕνεκα φιλαργυρίας ἢ πενίας) Αἴγιν. Πελοπν. (Κυνουρ. Λακων.) Σὰν ψωριˬάρα γίδα (δι’ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀπομονωθῆ ἀπὸ τὰς συναναστροφὰς τῶν ἄλλων) πολλαχ. ’Στὴ γυναῖκα καὶ ’ς τὴ γίδα | νὰ κρατῇς κοντὸ σκοινὶ (ἡ μεγάλη ἐλευθερία εἰς τὴν γυναῖκα γίνεται πρόξενος ἠθικῆς παρελκύσεώς της) Πελοπν. (Σκορτσιν.) || Παροιμ. ’Στὴν καλὴ τὴ γίδα κρεμοῦν κουδούνι (αἱ συκοφαντίαι στρέφονται συνήθως κατὰ σημαινόντων καὶ ἀξιολόγων προσώπων) Ἤπ. (Κόνιτσ.) Ἐκεῖ ποὺ κοιμᾶτ’ ἡ γίδα σκουπίζ’ (ἕκαστος φροντίζει διὰ τοὺς περὶ ἑαυτὸν) Ἤπ. (Ἀρτοπ.) Ἡ γίδα ἡ γαλατιρὴ ἀπ᾿ τοὺ κατσί’ φαίνιτι (ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρώπου φαίνεται ἐκ τῶν ἔργων του) Μακεδ. (Ἐράτυρ.) Γίδα ποὺ πιˬαλάει ’ς τοὺ γκρέμουρα, σκουτουμὸ δὲν ἔ’ (πιαλάει = πιλαλεῖ = τρέχει, γκρέμουρας = κρημνώδης τόπος· ἡ συνεχὴς ἄσκησις κάνει τὸν ἄνθρωπον ἀνθεκτικὸν εἰς τοὺς κινδύνους ἀσθενειῶν) αὐτόθ. Κάθι γίδα ’π’ τοὺ κλιτσ’νάρ’ τ᾿ς κρέμιτι (ἕκαστος ἔχει τὰ τρωτά του) Μακεδ. (Ἀρν.) Οὑ λύκους οὑ μουνιˬὰς κ᾿ ἡ γίδα ἡ ζαβατάρα κάπουτι θ’ ἀνταμουθοῦν (μουνιˬὰς = αὐτὸς ποὺ ζῆ μόνος του, ζαβαταρα = αὐτὴ ποὺ ζῆ εἰς τὰ ζάβατὰ τὰ ἀδιαπέραστα δάση· διὰ τὴν ἀπρόβλεπτον συνάντησιν δὺο ἀτόμων) Στερελλ. (Εὐρυταν.) Ἐκουτσάθηκ’ ἡ γίδα ἀπὸ τὸ κέρατο (δι᾽ ἀσήμαντον ζημίαν) Πελοπν. (Δάρα Ἀρκαδ. Τριφυλ. κ.ἀ.). Δὲν κ’τσαί’ ἡ γίδα ἀπ’ τ’ ἁφτὶ (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Στερελλ. (Ἀχυρ.) Ἡ παροιμ εἰς παραλλαγ. πολλαχ. Ὅπου πηδάει ἡ γίδα, πηδάει κ’ ἡ κατσικάδα (τὰ παιδία μιμοῦνται τοὺς τρόπους τῶν γονέων των) Πελοπν. (Γαργαλ. Ξηροκ. Παιδεμέν. Ποταμ κ.ἀ.) Ὅπ’ πατάει ἡ γίδα, πατάει κὶ τοὺ κατσί’ (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Στερελλ. (Φθιῶτ.) Τζὰ bοὺ ἔναι ἡ ίδα, γίνεται τὸ κατσίτσι (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Κορσ. Ἡ παροιμ. εἰς παραλλ. πολλαχ. Γίδα ψουριˬάρα, νουρὰ κουρδουμέ’ (διὰ τοὺς πτωχαλαζόνες) Ἤπ. (Δολιαν.) Γίδα ψόφιˬα, νουρὰ κουρδουμε’ (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Ἤπ. (Νεγᾶδ.) Γίδ’ ἀπορριγμέ’, οὐρὰ σ’κωμέ’ (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Ἤπ. (Κόνιτσ.) Μαῦρις ρᾶγις, μαῦρις γίδις (ὅτι τὸ κρέας τῆς αἰγὸς εἶναι νοστιμώτατον κατὰ τὴν ἐποχὴν τῆς ὡριμάσεως τῶν σταφυλῶν) Στερελλ. (Φθιῶτ.) Βγάνει κιˬ ἀπὸ τὴ στέρφα γίδα γάλα (διὰ τοὺς φιλαργυρους) Πελοπν. (Γορτυν. Τσιτάλ. κ.ἀ.) Συνών Βγάνει κιˬ ἀπὸ τὴ μῦγα ξύγγι. Δὲν τὸ λέει ἡ γίδα, τὸ λέει τὸ κέρατο (διὰ τοὺς ματαίως προσπαθοῦντας νὰ ἀποκρύψουν πράξεις μεμπτὰς ἢ ἐλαττώματα) Πελοπν. (Παιδεμέν.) Πβ. τὸ Αἰσώπειον (Αἴξ καὶ αἰπόλος) «τὸ κέρας κεκράξεται, κἂν ἐγὼ σιωπήσω». Γύρ’σιν ἡ γίδα κ’ εἶδι τοὺ τσ’λί τ᾿ς κιˬ ἀντράπ’κιν (διὰ τοὺς ἀναισχύντους τοὺς προσποιουμένους τὸν αἰδήμονα) Μακεδ. (Βαγατσ.) Ἡ σιˬούτα γίδα βάνει κέρατα τ’ ἀφεντικοῦ της (σιˬούτα γίδα = ἡ γίδα ποὺ δὲν ἔχει κέρατα· διὰ γυναῖκας αἱ ὁποῖαι παρὰ τὴν φαινομένην χρηστότητά των ἀπιστοῦν πρὸς τοὺς συζύγους των) Πελοπν. (Γορτυν.) Ἡ γίδα ὅταν θέλῃ νὰ φάῃ ξύλο, ξύνεται ’ς τοὺ τσοπάνη τὴ μαγκούρα (διὰ τοὺς ἐπιζητοῦντας τὴν τιμωρίαν των) Πελοπν. (Γαργαλ.) Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ Ὅσα φτε͜ιάξ’ ἡ γίδα ’ς τὸ πουρνάρ’, τὰ βρίσκει ᾿ς τοὺ τουμάρ’ (ὁ καθένας τιμωρεῖται ἀνάλογα μὲ τὰς πράξεις του) Ἤπ. (Μέγα Περιστ.) Ὅ,τ᾽ κά’ ἡ γίδα ᾿ς τοὺ πουρνάρ’, κά’ τοὺ πουρνάρ’ τ᾿ς γίδας (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Ἤπ. (Ἀρτοπ.) Ἐβατεύουνταν ἡ γίδα κὶ τοὺν τράγου τζούζ’ οὑ κόλους (δι’ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι ἐνδιαφέρονται διὰ ξένα πράγματα καὶ ξένα συμφέροντα) Ἤπ. (Νεγᾶδ.) Τοὺν πούρτσιˬουν γαμοῦν, ἡ γίδα β’λιˬάζ’ (πούρτσιος = ὁ τράγος· συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Μακεδ. (Νάουσ.) Κάλλιˬο ξέρα παρὰ γίδα (ἡ καταστροφὴ ἡ ὁποία προκαλεῖται ἀπὸ αἶγας εἰς φυτείας εἶναι πολὺ χειροτέρα ἀπὸ τὴν ζημίαν τὴν προκαλουμένην ἐκ ξηρασίας) Ἀθῆν. Εἶδις γίδις μὶ κατσίκια κιˬ ἀρνιˬὰ μὶ προυβατῖνις; (δι’ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι προσπαθοῦν νὰ παρουσιάσουν πράγματα ὡς παράδοξα) Λέσβ. || Αἰνίγμ. Γίδα λιˬάρα μὶ δώδικα κατσίκιˬα (ὁ χρόνος) Ἤπ. (Ἀρτοπ.) Μιˬὰ γίδα γάλα καὶ μαλλὶ δὲν ἔ’, τὴ φουνὴ ψηλὴ τὴν ἔ᾽ (τὸ βιολὶ) αὐτόθ. Τῆς Καραπατσοῦς ἡ γίδα | πίσπυρο μαλλὶ δὲν ἔχει (ἡ χελώνη) Πελοπν. (Βούρβουρ.) Γίδα γκέσα τοὺ μαλλὶ ἀποὺ μέσα (τὸ κάστανον) Μακεδ. (Δεσκάτ.) Ἐμεῖς τρεῖς-τέσσιρις φάγαμι μιˬὰ γίδα, κουμμάτ’ κρέας ἀπόμεινι κ’ ἔγινε πάλι γίδα (τὸ σκόρδον) Θεσσ. (Γερακάρ.) Κόβω γίδα, σφάζω γίδα | κιˬ ἀπ’ τῆς γίδας τὴν παΐδα κάνω ὁλόκληρη τὴ γίδα (τὸ σκόρδον) Εὔβ. (Κάρυστ.) Ἔχω μνιˬὰ γίδα μὲ σαράντα τομάριˬα (τὸ κρομμύδι) Πελοπν. (Γεράκ.) Ἔχω μνιˬὰ γίδα κ’ ἔχει σαράντα τομάριˬα (ἡ κράμβη) Πελοπν (Ἄρν. Ζελίν.) ΙΙ ᾌσμ. Πῶς γιˬὰ ν’ ἀλλάξω τὸν ἠχό, νὰ εἰπῶ ἄλλο τραγούδι, π᾿ ἄντρας μου εἶναι ἄρρωστος βαριˬὰ γιˬὰ νὰ πεθάνῃ; μοῦ γύρεψε λαγοῦ τυρὶ κιˬ ἀπ’ ἄγριˬα γίδα γάλα Πελοπν. (Δάρα ‘Αρκαδ.) Χορεύ’ ἡ γίδα κ᾿ ἡ προβιὰ κ᾿ ἡ γιδοκακαρέτζα χουρεύει ἕνα κλεφτόπουλο μὲ μιˬὰ παλιˬοβελέντζα αὐτόθ. Ψήσου, γίδα, ψήσου | καὶ ροδοκοκκινίσου, ὥς που νά ’ρθ’ ὁ κράσος, | νὰ σὲ ξεκοκκαλιˬάσω Πελοπν. (Γαργαλ.) || Ποίημ. Φέρνου μάννις μὶ πιδιˬά, | φέρνου γίδις μὶ κατσίκιˬα, προυβατῖνις μὶ τ᾿ ἀρνιˬά, | φέρνου σ᾽τάρ’,φερνου κ’θάρ’ Μακεδ. (Καρπερ.) Συνών. αἷγα, αἰγίτσα, γίδι, ζούλα, κατσίκα. 2) Εἶδος ἰχθύος, ποὺ ὁμοιάζει μὲ τὸν ὀρφὸν εἰς σχῆμα καὶ εἰς μέγεθος Στερελλ. (Ἀστακ.) 3) Ὁ κῶνος εἴδους ὀρεινῆς πεύκης Μακεδ. (Ριζώματ.) 4) Ὑπὸ τὸν τύπ. τ᾿ς γίδας τοὺ β’ζί, ποικιλία ἀμπέλου μὲ σταφύλια τὰ ὁποῖα ἔχουν ἐπιμὴκεις καὶ χονδρὰς ρῶγας, ὁ «βούμασθος» τῶν ἀρχαίων Μακεδ. (Σιτοχ.) 5) Ὑπὸ τὸν τύπον τ᾿ς γίδας ἡ νουρά, τὰ φυτά: α) κάρδαμον τὸ ἥμερον (Lepidium sativum) τῆς οἰκογ. τῶν Σταυρανθῶν (Cryciferae) Θεσσ. (Κακοπλεύρ.) καὶ β) εἶδος ἀγρίου χόρτου τῆς οἰκογ τῶν Συνθέτων (Compositae). 6) Μεταφ., ὁ ἀνόητος, βλὰξ Κεφαλλ. 7) Ἐπὶ γυναικός, ἡ μεγάλης ἡλικίας, δύσμορφος πολλαχ. 8) Μεταφ., εἰς τὴν ἀλιευτικὴν, ἡ ζῶσα σηπία τὴν ὁποίαν σύρουν οἱ ἁλιεῖς ὄπισθεν τῆς λέμβου των εἰς τὴν θάλασσαν διὰ νὰ προσελκύσῃ τὰς ἀρσενικὰς τοῦ εἴδους της, τὰς ὁποίας συλλαμβάνουν οὖτοι διὰ τῆς ἀπόχης Κερκ. (Ἀργυρᾶδ. Δραγοτ. Κάβ. Κασσιόπ. Κυνοπ. Λευκίμμ. Σπαρτερ κ.ἀ.): Ἔχω γίδα ἀπόψε καὶ πάω γιὰ ψάρεμα Σπαρτερ. 9) Εἰς τὴν συνθηματ. γλῶσσαν τῶν κτιστῶν, ἡ φθεὶρ Ἤπ. (Κόνιτσ.) 10) Εἰς τὴν συνθηματ. γλῶσσαν ἐπίσης τῶν κτιστῶν, ἡ κακὴ σύνδεσις οἰκοδομικῆς ὕλης, ὡς λίθων, πλίνθων, σανίδων δαπέδου Θεσσ. (Δρακότρ.): Οὑ γκαντένους φουρεῖ γίδα (ὁ τοῖχος δὲν ἔχει καλὸν ἁρμόν). Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τὸν τύπ. Γίδας Ἀθῆν. Κύθηρ. Πελοπν. (Βούρβουρ.) καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τύπ Γίδες Ἄνδρ Εὔβ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/