ἀρχοντονοικύρεμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρχοντονοικύρεμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀρχοντονοικοκύρεμα τό, ἀμάρτ. ἀρχοdονοικοκιˬούρεμα Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀρχοντονοικοκυρεύω.

Σημασιολογία

Τὸ νὰ νυμφευθῇ ἀνὴρ μὲ πλουσίαν γυναῖκα ἢ τἀναπαλιν. Συνών. ἀρχοντονοικοκυρεμός, ἀρχοντοπαντρε͜ιά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/