βαζανεˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαζανεˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βαζανεˬὰ ἡ, Κυπρ. Μεγίστ. Ρόδ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βαζάνιν ἢ βαζάνα κατὰ εἰς -εˬὰ ὀν. φυτῶν. Πβ. ΠΓεννάδ. 917.

Σημασιολογία

Βαζάνα, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Φρ. Φτάν-νει τὴν βαζανεˬὰν μὲ τὸ κατσούνιν (εἰρων. ἐπὶ τῶν κοντῶν. κατσούνιν=λεπτὴ ράβδος, βέργα ἀγκυλοειδὴς κατὰ τὸ ἓν ἄκρον) Κύπρ. || ᾎσμ. Ἐβ᾽ ἀγαπῶ τὴ βαζανεˬὰ ποῦ ρίχτει τὴ μαυράδα ποῦ μο͜ιάζει τὸ λεβέντη μου εἰς τὴ μελαχρινάδα Μεγίστ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/