γαλατίτης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαλατίτης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γαλατίτης ὁ, γαλίτης Κρήτ. Χίος γαλατσίτης Κρήτ. Χίος - Λεξ. Βλαστ. 457 ’αλατσίτης Ρόδ. Θηλ. γαλατίτα Πόντ. (Κολων.) γαλατσίτα Πελοπν. (Μεσσ.) χαλατσίτα Πελοπν. (Παππούλ. Πυλ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γάλα καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ίτης. Τὸ γαλίτης κατ᾽ εὐθεῖαν ἀπὸ τὴν ὀνομαστικήν.

Σημασιολογία

1) Εἶδος μύκητος Κρήτ. Πελοπν. (Μεσσ. Παππούλ. Πυλ.) Ρόδ. Χίος. Συνών. γαλατσίτι. 2) Τὸ φυτὸν γαλατίτσα 2, ὃ ἰδ., Πόντ. (Κολων.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/