γιδάρης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιδάρης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γιδάρης ὁ, πολλαχ. ιδάρης Κρήτ. (Ραμν.) γιδάρ’ς Ἤπ. (Δωδών. Ζαγόρ. Κόνιτσ. Πραμαντ. κ.ἀ.) Θεσσ. (Ἀνατ. Μασχολούρ. Μεγαλόβρ. Μελιβ. Σκλῆθρ. Φάρσαλ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Βόιον Βρασν. Φυτ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Ἀράχ. Παρνασσ. Σπάρτ. κ.ἀ.) ’δάρ’ς πολλαχ βορ. ἰδιωμ. γίδαρης Ἤπ. (Δρόπολ.) ᾽ίδαρης Ἤπ. (Δερβίτσ.) - Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 1,85 Πληθ. γιδάρηδες πολλαχ. ’δάρ’δις Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Φθιῶτ. Φωκ κ.ἀ.) γιδαραῖοι πολλαχ. ’δαραῖοι πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. Θηλ. γιδάρισσα ἐνιαχ. ’δάρισσα Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Φθιῶτ Φωκ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γίδι καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. - άρης, διὰ τὴν ὁποίαν βλ. -άρις. Οἱ προπαροξύτονοι τύπ. γίδαρης καὶ ’ίδαρης ἴσως ὑποχωρητικῶς κατ᾿ ἄλλα ἐπαγγέλματος δῆλωτικά, ὡς π.χ. γούναρης, γούρναρης, γύφταρης, σκούταρης, σπάθαρης κ.ἀ.
Σημασιολογία
1) Ποιμὴν αἰγῶν, αἰγοβοσκός, πολλαχ.: Ἦρθαν οἱ γιδάρηδες μὲ τὰ γίδιˬα τους Πελοπν. (Λακεδ.) Τὰ γίδιˬα τὰ κουρεύουν οἱ γιδαραῖοι τὸν Ἰούνιο - Ἰούλιο Δ. Λουκόπ., Πῶς ὑφαίν., 6. Τοὺ Θουμᾶ τοὺν ἔχουμι ’δάρ’ ᾿ς τοὺ χουριό μας Ἤπ. (Κουκούλ.) Οὑ ἀδιρφός μ᾽ εἶνι γιδάρ’ς Μακεδ. (Βρασν.) Εἶγι ’δαρς ἀποὺ μ᾽κρὸ π᾿δὶ Θεσσ. (Συκαμν.) Πουρνὸπουρνὸ τὰ μαζώ’ οὑ ’δα’ρ᾿ς τὰ γίδιˬα Ἤπ. (Βίτσ.) Ἡ ’δάρ’ς φουράει κάππα Θεσσ. (Μελιβ.). Ἔμασαν οἱ ’δαραῖοι οὕλα τὰ γίδιˬα κὶ τά ρ’ξαν μέσ᾽ ’ς τὰ χουράφιˬα κὶ μᾶς τὰ χάλασαν Στερελλ. (Αἰτωλ) Ἔρθαν τὰ ᾽ίδιˬα ἀποτσαπάνω κι ὁ ’ίδαρης δὲ φάνηκε Ἤπ. (Δερβίτσ.) Τοὺ ᾽νόπουρου λέει νὰ φύ’ αὐτὸς οὑ ’δάρ’ς Ἤπ. (Κουκούλ.) Μαλώνανε οἱ γιδάρηδες ’ς τὸ βουνὸ γιˬὰ τὸ χόρτο Πελοπν. (Λεῦκτρ.) Κὶ τὰ γίδιˬα τὰ σ’μαδεύ’νι οἱ ’δαραῖοι, οὑ καθένας μὶ τοὺ θ᾽κό τ᾽ σ’μάδ’ ’ς τ’ ἀφτιˬὰ Στερελλ. (Φθιῶτ. Φωκ.) Ἐμεῖς φέτους τὰ δίδουμι τὰ γίδια ’ς τοὺ γιδάρ’ Ἤπ. (Ζαγόρ.) Καημὸς του γιˬὰ γιδάρης! Πέdε αἶγες λαλεῖ καὶ τρώει τὴ ζωή dου ᾽ς τσὶ μαδάρες (λαλεῖ = ποιμαίνει, μαδάρες = βουνῆσια βοσκοτόπια) Κρήτ. (Ραμν.) || ᾎσμ. Ἰκεῖ γιδάρης πέρασε καὶ τὴν καλημεράει Μακεδ. (Φλόριν.) || Ποίημ. Κ’ ἐκεῖ σὰ νὰ μὲ καρτεροῦν | γιδάρηδές μου πιστικοί, πρατάρηδες συντρόφοι μου Μ. Μαλακάσ. εἰς Ἀνθολ Ἡρ Ἀποστολίδ., 220. Συνών. αἰγοβοσκός, αἰγάρης, γιδάρος, γιδᾶς, γιδοβιτσιˬάρης, γιδοβοσκὀς, γιδοτσοπάνος, γιτσικονόμος, κατσικαρος Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. Γιδάρης Ἁθῆν. Γίδαρης Μακεδ. (Ἄθυρ. Κιλκ.) Στερελλ. (Ἀστακ.) β) Ὁ ἰδιοκτήτης ποιμνίου αἰγῶν. Γ. Ἐπαχτίτ., Προπυλ. 1,239: Οἱ φτωχοὶ γιδοβοσκοὶ κ’ οἱ γιδάρηδες οἱ μεγάλοι Συνών. γιδαραῖος. 2) Τράγος ὁδηγὸς αἰγῶν Κρήτ. (Ἀνώγ. κ.ἀ.) Συνών. γκεσέμι, μπροστάρης, μπροστολάτης.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA