βαζελίνη
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαζελίνη
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βαζελίνη ἡ, λόγ. σύνηθ. βαζελίνα Κέρκ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Γαλλ. vaseline. Τὸ βαζελίνα ἐκ τοῦ ᾽Ιταλ. vaselina.
Σημασιολογία
Φαρμακευτικὴ ἀλοιφή.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA