ἀρχοντοπαιδεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρχοντοπαιδεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀρχοντοπαιδεύω Λεξ. Δημητρ. Μετοχ. ἀρχοντοπαιεμένος Κάρπ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄρχοντας καὶ τοῦ ρ. παιδεύω.

Σημασιολογία

Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ., παρ’ ὃ καὶ τύπ. ἀρχοντοπαιδεύγω. Παιδεύω, ἐκπαιδεύω ἀρχοντικῶς, μὲ ἤθη ἀρχοντικά: Ἀρχοντοπαίδεψε τὰ παιδιˬά του Λεξ. Δημητρ. || ᾎσμ. Κάμνει σταφύλι ραζακί, κάμνει κρασὶ μοσχᾶτο, ὅπου τὸ πίνουν ἄρχοντες ἀρχοντοπαιεμένοι Κάρπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/