ἀρχοντόπαιδο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρχοντόπαιδο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀρχοντόπαιδο τό, ἀρχοντοπαίδιν Ποντ. (Κερασ.) ἀρχοντοπαίδι πολλαχ. ἀρχουντουπαίδ’ Μακεδ. ἀρκοdοπαίδι Σύμ. ἀρχοντόπαιδο σύνηθ. ἀρχοντόπαιδον Πόντ. (Κερασ.) ἀρχουdόπιδου Θρᾴκ. (Αἶν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ ἄρχοντας καὶ παιδί.
Σημασιολογία
Τέκνον εὐγενοῦς, πλουσίου ἔνθ’ ἀν.: ᾆσμ. Ἡ μάννα σ᾿ εἴν’ ἀρχόντισσα κ᾿ ἐσὺ ἀρχοντοπαίδι, ᾿γὼ εἶμαι φτωχοκόριτσο κ’ ἡ μάννα σ’ δὲ μὲ θέλει Θρᾴκ. (Φανάρ.) Ποιημ. Νο͜ιώθει καμάρι ἀπάντεχο, χαρὰ μεγάλη, οὐράνιˬα, ποῦ δίνει μὲ τὰ χέριˬα της νερὸ ’ς τ’ ἀρχοντοπαίδι ΚΚρυσταλλ Ἔργα 1,194. Συνών ἰδ. ἐν λ. ἀρχοντάκι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA