γιδερικὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιδερικὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

*γιδερικὸς ἐπίθ., γιδερικὰ τά, Πελοπν. (Βούτσ. Δίβρ. Δόξ. Τουμπίτσ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γιδερό, περὶ τοῦ ὁπ. βλ. γιδερός 2, καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ικό, οὐδ. τῆς -ικός.

Σημασιολογία

Αἱ αἶγες ἔνθ’ ἀν.: Ἔχω κάμποσα γιδερικὰ Βούτσ. Κάνανε γιˬάλα τὰ γιδερικὰ καὶ δὲν ἀφήκανε πέτρα σ’ ἄλλη πέτρα (κατέφαγαν τὰ φυτὰ) Δίβρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/