γίδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γίδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γίδι τό, αἰγίδιν Πόντ (Κερασ. Νικόπ. Τρίπ.) αἰγίδ’ Πόντ. (Ἀργυρόπ. Κοτύωρ. Νικόπ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) αἰίδι Κάρπ. (Ἔλυμπ. κ.ἀ.) Κρήτ. (Σφακ.) αἰίδ’ Πόντ. (Ἀντρεάντ. Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ κ.ἀ.) αἰίι Κάρπ. γίδιν Κύπρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) γίδι κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ. Χωρίο Ροχούδ.) γίδ’ βόρ. ἰδιώμ. καὶ Καππ (Φλογ.) gίδ’ Μακεδ. (Σιτοχ κ.ἀ.) ὀγίδι Καππ. (Σινασσ.) γίι Κῶς Ροδ (Κάστελλ. κ.ἀ.) γί’ Ρόδ. γίρ’ Καππ. (Ἀραβάν.) γίχ’ Καππ. (Ἀξ.) ’ίδι Βιθυν. (Μουδαν.) Ἐρεικ. Ἤπ. (Βαβούρ. Δερβίτσ. Δρόπ. Τσαμαντ. κ.ἀ.) Ἡράκλ. Ἰθάκ. Ἰκαρ. Καππ. (Τσουκούρ. Φάρασ.) Κάρπ. (Ἔλυμπ. κ.ἀ.) Κάσ. Κέρκ. (Κασσιόπ. Σιδαρ. κ.ἀ.) Κεφαλλ. (Δειλιν. κ.ἀ.) Μαθράκ. Ὀθων. Παξ. Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Προπ. (Μαρμαρ.) ’ίδ’ Μακεδ. (Βόιον Σιάτ. κ.ἀ.) ᾽ίδ-δι Κάρπ. ’ί’ Κάσ. ’ίθ’ Μακεδ. (Σιάτ.) γιδὶ Τσακων. Πληθ αἰίδ Πόντ. γίιδιˬα Πελοπν. (Λάγ. Μάν.) γίdιˬα Θεσσ. (Βαμβακ.) Μακεδ. (Γαλατ. Κολινδρ. Λιτόχ. Πιερ. κ.ἀ.) gίδιˬα Μακεδ. (Σιτοχ. κ.ἀ.) ’ίθκιˬα Κύπρ. (Μένοικ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἑλληνιστ. οὐσ. αἰγίδιον. Ὁ τύπ. γίδι ἤδη μεσν.

Σημασιολογία

1) Ἡ αἴξ ἀδιακρίτως ἡλικίας ἢ γένους, ἰδιαιτέρως κατὰ πληθ. κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) Καππ. (Ἀξ. Ἀραβάν. Σινασσ. Τσουκούρ. Φάρασ.) Πόντ. (Ἀντρεἀντ. Ἀργυρόπ. Κερασ. Κοτύωρ. Νικόπ. Σάντ. Τρίπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων.: Ἔχει πεντακόσιˬα γίδιˬα. Ἀγόρασε-πούλησε δέκα γίδιˬα. Γέννησαν τὰ γίδιˬα. Πῆρε προῖκα λίγα γίδιˬα κοιν. Γαλάριˬα γίδιˬα Πελοπν. (Βερεστ.) Πο͜ιὸν ἔχιτι ’ς τὰ γίδιˬα; βόρ. ἰδιώμ. Σ’κώνουντι τἀ γίδιˬα ’ς τοὺν ἀπόβουσκου (= τὰς μεταμεσονυκτίους ὥρας) Μακεδ. (Μεσολακκ.) Ἡ γιδόψειρα μνο͜ιάζει μὲ τσιμπούρι καὶ καλιˬάζει μόνο ’ς τὰ γίδιˬα Πελοπν. (Παιδεμέν.) Ἅμα εἶνι νὰ χαλάσ’ οὑ κιρός, ξαρίζ’ τ’ γῆς μὶ τὰ πουδάριˬα τοὺ γίδ’ (ξαρίζει = ξύνει., ἀνασκάπτει) Ἤπ. (Καταρρ.) Ἔφκε͜ιακα τὸ κλαρομάdρι τσῆ θε͜ιᾶς μου τσῆ Βίτης, γιˬὰ νά βάνῃ μέσα τὰ ᾽ίδιˬα της (κλαρομάdρι = πρόχειρον μαντρί, Βίτης = Ἀφροδίτης) Ὀθων. Τὸν Ἄουστο εἶχα εἴκοσι κεφάλιˬα πρόατα καὶ χώριˬα τὰ ᾽ίδιˬα αὐτόθ. Τὰ γίδιˬα τὰ βόσ’ ἡ ἄdρας τ᾿ς Μακεδ. (Σταν.) Θὰ πάου ν’ ἀυˬουρίσου λιγάι τὴν αὐλὴ τοῦ γιιδιˬοῦνε, γιὰ νὰ μὴ gουλυbοῦσι ’ς τὴ λάσπη (ν’ ἀυˬουρίσου λιγάι = νὰ σκορπίσω λίγο ἄχερο) Πελοπν. (Λάγ.) Ἡ Βασί’ς τὰ θ᾿κά τ᾿ τὰ γίδιˬα τά ’’ φούρκα (ἔχει κόψει τὴν ἄκρη τῶν ἀφτιῶν τῶν γιδιῶν σὲ σχῆμα ὀξείας γωνίας διὰ νὰ τὰ διακρίνῃ ἀπὸ τὰ γίδια ἄλλων κοπαδιῶν) Μακεδ. (Βαρβάρ.) Εἶχε μᾶς πάθουνε ἀπὸ σπυρὶ τὰ ᾽ίδιˬα (μᾶς εἶχαν ἀρρωστήσει ἀπὸ ἄνθρακα) Ἤπ. (Τσαμαντ.) Ἅμα τοὺ γίδ’ σταματάῃ κὶ δὲ βουσκάῃ, θὰ βρέξ’ Ἤπ. (Ἄγναντ.) Ὅταν ξαναστρέφωdαι τὰ’ ίδια, θά ’ναι κακὴ χρονιˬὰ (ὅταν ξαναστρέφωdαι = ὅταν συνουσιάζωνται διὰ δευτέραν φορὰν) Κέρκ. (Κασσιόπ.) Λένε πὼς ἅμα φᾷς τὴν ἀλησμονητῆρα ’πὸ πρόβατο ἢ γίδι, ἀλησμονᾷς τί ἔφαγες καὶ τὴν ἄλλη μέρα (ἀλησμονητῆρα = ἡ ὑπερῷα τοῦ στόματος τῶν αἰγοπροβάτων, τὴν ἄλλη μέρα = τὴν προηγουμένην ἡμέραν) Πελοπν. (Παιδεμέν.) Μαρκε͜ιοῦdι τὰ γίδιˬα, τὰ πράτα κὶ τὰ γιλάδιˬα (μαρκε͜ιοῦιdι = μηρυκάζουν) Θεσσ. (Ἀρματωλικ.) Ἄφηκε dόρκα τὰ ᾽ίδιˬα του καὶ μοῦ φάανε τσὶ κεdρομάδες μου (dόρκα = ἐλεύθερα, κεdρομάδες = ἐλαιόφυτα) Ἰθάκ. Ἔχει -ἕνα εἶθος γίδ᾿ πάλε ἀποὺ τοὺ χουῶμα τ’ -εἶναι καφεδὶ (εἶθος = εἶδος, χουῶμα = χρῶμα) Σαμοθρ. Τ’ ἀδύνατο σφαχτό, τὸ γίδι καὶ τὸ γελάδι, πιάνει ὅγκρους (προνύμφες τοῦ ἐντόμου ὑπόδερμα τοῦ βοὸς) Πελοπν. (Παιδεμέν.) Ἔμ’καν στέρφα τ’ ἄλλα τὰ γίδιˬα μ᾽ (ἔμ’καν = ἔμειναν) Ἤπ. (Ἄγναντ.) Μάσαν ι’χτὲς τὰ γίδιˬα τ᾿ς ’ς τὴ στρούgα (μάσαν = συνεκέντρωσαν, ἔβαλαν) Ἤπ. (Πλάκ.) Πῆγα ’ς τοὺ χουριˬὸ νὰ δώσου τοὺ γίδ’ τοῦ χασάπ’ π᾿ μοῦ τοὺ χάλιψι (= ζήτησε) αὐτόθ. Τὰ ᾽ίδιˬα μου ’εν-νήσασι καὶ κάμανε ριφάκιˬα Κάρπ (Ἔλυμπ.) Ἔχω ’ς τὸ κοπάδι μ’ καὶ δυˬὸ σερ’κοθἠλυκα ’ίδιˬα (σερ’κοθήλυκα = ἀρσενικοθήλυκα) Ἤπ. (Βαβούρ.) Ἤμουνα κοπαδιˬάρης κ’ ἔφ’λαγα ’ίδιˬα (κοπαδιάρης = ποιμὴν) Ὀθων. Ἔχουν κ’θούνιˬα τὰ γίδιˬα μου (κ᾽θούνιˬα = κουδούνια) Μακεδ. (Μεσολακκ.) Τραυοῦν τὰ γίδιˬα (τραυοῦν = εὑρίσκονται εἰς περίοδον ὀχείας), Μακεδ. (Γήλοφ. Δασοχώρ.) Πιˬάσ’ νὰ τσουρίσῃς τὰ κεφαλόποα τοῦ ᾿ιδ-δίου (πιάσε νὰ καψαλίσης τὸ κεφάλι καὶ τὰ πόδια τοῦ σφαγμένου γιδιοῦ) Κάρπ. Ἔχασα ’να γίδ’. Θὰ τό ’κουψι κάνας λύκους Μακεδ. (Δασοχώρ.) Τοὺ γίδ’ τοὺ ’μῶνα, ἅμα καταλάβ’ κιό, κατ’βαί’ ’ς τὰ χαμ’λὰ (κιὸ = καιρὸν = κακοκαιρίαν) Σαμοθρ. Τὰ μαστάρια τοῦ γιδιˬῶνε πιˬάσανε ἀβγουλῆθρες (= μαστίτιδα) Πέλοπν. (Βερεστ.) Ὅλα μαζὶ σιρ’κὰ κὶ θη’κὰ, μ’κρὰ κὶ τρανά, τὸ λὲν γίδιˬα Στερελλ. (Φθιῶτ. Φωκ.) Ἡ χώρα ἔει ’ίδε Καππ. (Φάρασ.) Τ᾽ αἰγίδ’ ἐγέννεσεν Πόντ. (Σάντ. Τραπ.) || Φρ. Φυλάω ἢ βόσκω γίδιˬα (εἶμαι ἀγροῖκος) πολλαχ. Νουμίζ’ πὼς ἰμεῖς φ’λᾶμ’ γίδια (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) βόρ. ἰδιώμ. Βέλαξι σὰ γίδ’ (ἐξέβαλε γοερὰς κραυγὰς ἐκ πόνου) Θεσσ. (Δομοκ.) || Παροιμ. φρ. Τοῦ ’ρθαν τὰ γίδιˬα (κατελήφθη ὑπὸ θυμοῦ, τὸν ἔπιˬασαν τὰ νεῦρα του, τὸν ἔπιασαν τὰ δαιμόνιˬατου) πολλαχ. Εὕρανέ σε τὰ αἰίδ (ἐθύμωσες) Πόντ. (Κοτύωρ.) Δὲν τοῦ ’ρθαν τὰ γίδιˬα (δὲν τοῦ ἦλθαν ἀκόμη τὰ μυαλά, δὲν σκέπτεται καλῶς, λογικῶς) Ἤπ. (Πωγών.) Θὰ σ᾽ ἔρθ’ν τὰ γίδιˬα, μὰ θὰ εἶναι τότε ἀργὰ (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Μακεδ. (Βογατσ.) Σιριˬανάει σὰ χουριˬανὸ γίδ’ (ἄνευ προορισμοῦ καὶ σκοποῦ, ὅπως μία γίδα ἡ ὁποία περιφέρεται ἐλεύθερα εἰς τὸ χωρίον) Στερελλ. (Αἰτωλ) Σὰν τὰ γίδιˬα (ἐνν. τρέχουν, φεύγουν, πηγαίνουν κ.τ.τ., χωρὶς τάξιν ἢ πρωτοβουλίαν) πολλαχ. Σὰν τὰ γίδιˬα ᾽ς τ’ ἅλας Ἤπ. Ἅμουν αἰίδ’ λαγγεύ’ (πηδᾷ σὰν γίδι) Πόντ. (Ἀντρεαντ.) Τοὺν τρέχ’ν πουλὺ κὶ τὰ πρόβατα κὶ τὰ γίδιˬα (προκόπτει εἰς τὴν ἐργασίαν του, τοῦ ἔρχονται ὅλα βολικὰ) Θεσσ. (Ἀνατ.) Σὰ σκουληκιˬάρικο γίδι (ἀεικίνητος, ἀνήσυχος, ἐπὶ παιδίων συνήθως) πολλαχ. Κουριμὸς τοὺ γίδ’ (ἐπὶ ἀδιαφορίας· πβ. τὸ ἀρχ. «οὐ φροντὶς Ἱπποκλείδῃ») Εὔβ. (Λιχὰς) || Παροιμ. Τὰ τυφλὰ γίδιˬα ᾿ς τὸ φεγγάρι βόσκουν (ἐπὶ ἀδεξίων οἱ ὁποῖοι κάμνουν μίαν ἐργασίαν εἰς ἀκατάλληλον χρόνον) πολλαχ. Συνών. Τὰ gαβὰ τὰ ’νάρια μὶ τοὺ φιγγάρ’ βόσκ’ν. Τὸ ’ίδι ’ἂρ νὰ μὴ ὀλατίνκε σὰ ταλοῦδε, ’ίδι πάλι το λέ καν dα (τὸ γίδι ἄν ἧταν νὰ μὴ σκαρφαλώνῃ εἰς τὰ χαμόκλαδα, δὲ θὰ τὸ λέγαν γίδι· δι’ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι ἔχουν κακὴν φήμην ἕνεκα τῶν κακῶν πράξεών των) Καππ. (Φάρασ.) Ὁ διˬάβολος πουλεῖ τυρὶ χωρὶς νὰ ἔχῃ γίδιˬα (δι’ αὐτούς οἱ ὁποῖοι μετέρχονται δόλια μέσα καὶ κατορθώνουν νὰ ἐξαπατήσουν καὶ τοὺς πλέον εὐφυεῖς ἢ εἰδικοὺς) Ι. Βενιζέλ., Παροιμ.2, 187, 67 Ὁ διˬάβολος γίδιˬα δὲν εἶχε καὶ γάλα πούλαε (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) αὐτόθ. 181, 67. Θὰ μ’ βουλώσῃ τὰ γίδιˬα ’ς τὸ γόνα (διὰ τοὺς ματαιοπονοῦντας συνών.: Θὰ κάμῃ μιˬὰ τρῦπα ’ς τὸ νερὸ) Ἤπ. Τὰ γίδιˬα θέλουνε συρτάρι (= ὁδηγόν· ἀπαραίτητος ἡ προσωπική ἐπίβλεψις καὶ ἐπιστασία εἰς κάθε ἔργον) Ἰόνιοι Νῆσ. Δὲν κ᾽τσαί’ τοὺ γίδ’ ἀπ’ τ’ ἀφτὶ (δι’ ἀσήμαντον ζημίαν) Στερελλ. (Ἀχυρ. Σπάρτ.) Οὕμπαν λαγγεύ’ τ’ αἰίδ’, λαγγεύ’ καὶ τὸ κορίτ’ (ὅπου πηδᾷ ἡ γίδα πηδᾷ καὶ τὸ κατσικάκι· τὰ τέκνα ἀκολουθοῦν τὰ παραδείγματα τῶν γονέων) Πόντ. (Χαλδ. κ.ἀ.) Ἡ παροιμ. εἰς διαφόρους παραλλαγ. πολλαχ. Τοὺ λύκου τοὺν ἠκούριβαν κιˬ αὐτὸς ἤλιγιν πᾶν τὰ γίδιˬα, σκαπέτησαν (= ἔφυγαν ἐπὶ τῶν ἀδιορθώτων) Μακεδ. (Ἐράτυρ.) Τὸν λύκον ἐτραβαγγέλιζαν κ’ ἐκεῖνος ἔλεεν: τοῦ παππᾶ τ’ αἰίδ ποῦ κιˬ ἂν πάγ’νε; (εἰς τὸν λύκον ἐδιάβαζαν τὸ τετραβάγγελον καὶ ἐκεῖνος ἐρωτοῦσε ποῦ πηγαίνουν τὰ γίδια τοῦ παππᾶ· συνών μὲ τὴν προηγουμ.) Πόντ. (Τραπ. κ.ἀ.) Ἀπού ’ει γίδκιˬα βλέπει τα | κιˬ ἀποὺ τὰ βλέπει τρώει τα (ὅτι μόνον ὁ προσωπικῶς κοπιάζων καρποῦται τὰ προϊόντα) Κύπρ. Ἁποὺ λαγοῦ τυρὶ κιˬ ἀπ’ ἄγριˬου γίδι γάλα (ἐπὶ τῶν ἐπιθυμούντων ἢ ζητούντων νὰ ἀποκτήσουν πράγματα τὰ ὁποῖα δυσκόλως ἀποκτῶνται ἢ εἶναι ἀδύνατα) Στερελλ. (Ἀχυρ.) Πῶς καταντῆσαν τ’ ἄλογα νὰ dὰ πατοῦν τὰ γίδιˬα! (ἐπὶ τῶν παρακμασάντων, οἱ ὁποῖοι καταλήγουν νὰ περιφρονοῦνται ὑπὸ νεωστὶ ἀνελθόντων) Ἰθάκ. Τὸ πρόβατο κουρεύανε, τὸ γίδι τσιρλοκόπα (διὰ τοὺς ἐνδιαφερομένους διὰ ξένα πράγματα καὶ ξένα συμφέροντα) Κέρκ.(Ἀργυρᾶδ.) Συνών παροιμ. Ἐβατεύουνταν ἡ γίδα κὶ τοὺν τράγου τσούζ’ οὑκόλους. Τὸ πρόβαν ’κ’ ἔμαθα, τ᾿ αἰίδ’ κάπως λέγ᾽νε (τὸ πρόβατο δὲν τὸ ἔμαθα, τὸ γίδι κάπως τὸ λέγουν· δι᾿ αὐτὸν ὁ ὁποῖος ἀγνοεῖ δύο πράγματα, ἐκφράζει δὲ τὴν ἄγνοιάν του δι’ἐκάτερον κατὰ διάφορον τρόπον) Πόντ. Ὁ Γιˬούδας πουλάει τυρὶ χωρὶς νὰ ἔχῃ γίδιˬα (ὁ δαιμόνιος καὶ πολυμήχανος ἄνθρωπος κατορθώνει νὰ προσπορίζεται κέρδη ἀπὸ ἐντελῶς ἀνελπίστους καταστάσεις) Πελοπ. (Σκορτσιν.) Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. Κάλλιˬου πέντι κάρβουνα παράξου χίλιˬα γίδιˬα (καλυτέρα ἡ ζωὴ τοῦ ἀγρότου, ἔστω καὶ πτωχοῦ, ὁ ὁποῖος τὴν ἑσπέραν εὑρίσκεται πλησίον τῆς ἑστίας παρὰ τοῦ πλουσίου ποιμένος, ὁ ὁποῖος συνεχῶς εὑρίσκεται μὲ τὸ ποίμνιόν του καὶ κατὰ τὸν χειμῶνα εἰς τὴν ὕπαιθρον. Ἐκ παροιμιομύθ.) Στερελλ. (Κολάκ.) Βρέξο, Θεέ μου, κάστανα καὶ χιˬόνισο καρύιδιˬα κιˬ ἀνάστησο τὰ πρόβατα, καὶ ψόφησο τὰ γίδιˬα (δι’ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι ἐπιζητοῦν τὰ παράλογα πράγματα) Πελοπν. (Μάν.) || Γνωμ. Τὰ γίδιˬα καὶ τὰ πρόβατα δὲν εἶναι μαῦροι γάλλοι, θέλουν ψωμί, θέλουν κρασὶ καὶ ποδεμὴ μεγάλη (ἡ ποιμενικὴ ζωὴ ἔχει τὰς ἀπαιτήσεις της) Ζακ. (Μαχαιρᾶδ.) || Αἰνίγμ. Ἄγκαθος, καλάγκαθος, | καλαγκαθένιˬο τὸ μαντρὶ καὶ κόκκινα τὰ γίδιˬα (τὸ ρόδι) Ἤπ. (Ραδοβύζ.) Ἄσπρος κάbος, μαῦρα γίδιˬα, χαρὰ ’ς αὐτὸν ποὺ τὰ φυλάει (τὸ βιβλίον μὲ αὐτὸν πού τὸ διαβάζει) Πελοπν. (Ξηροκ.) Τρίζει, τρίζει τὸ πουρνάρι | καὶ μαζώνουνται τὰ γίδιˬα (ἡ καμπάνα) Πελοπν. (Παιδεμέν.) Τὸ αἴνιγμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. Σγούρνα μου πελεκητή, | μαρκαρένιˬα καὶ χυτή, π᾿ ἔχεις μέσα μαῦρα γίδιˬα | καὶ γλυκὸ κρασὶ (τὸ καρπούζι) Πελοπν. (Ξηροκ.) || ᾌσμ. Ἄ δὲ χιλιάσῃς πρόβατα κιˬ ἄ δὲ μυριˬάσῃς ’ίδιˬα ᾿ς τὸ gάbο νὰ μὴ gατεβῇς νὰ dὰ περιβοσκήσῃς Ὀθων. Οὑ Νάσους πέρα πέρασι, πέρα κατὰ τοὺς κάμπους, πάει νὰ μάσῃ πρόβατα, πάῃ νὰ μάσῃ γίδιˬα (νὰ μάσῃ = νὰ συναθροίση) Στερελλ. (Κολάκ.) Ἀφίνουν κάππες κιˬ ἄρματα καὶ φεύγουν σὰν τὰ γίδιˬα Ἤπ. Τοὺς Παργινοὺς ἐπούλησαν σὰ γίδιˬα, σὰ γελάδιˬα αὐτόθ. Καμάρι ἔχουν τὰ πρόβατα, καμάρι ἔχουν τὰ γίδιˬα Πελοπν. (Παιδεμέν.) Βάνει τὰ σκουλαρίκιˬα της τροκάνιˬα τοῦ γιδιˬῶνε, βάνει καὶ τὰ βραχιˬόλιˬα της χανάκες τοῦ σκυλλιˬῶνε (τροκάνιˬα = κουδούνια, χανάκες = σιδερένια περιλαίμια) Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Χάρο, κι. ἂ σ-σ’ ’ἤπεψεν ὁ Θεὸς νὰ πάρῃς τὴμ ψυχήμ-μου, τὰ ’ίδιˬα μού ᾽χ ’ ἀκούρευτα, ᾽ς τὴμ-μάνdρα ᾽ποκλεισμένα Κάρπ. Λύκος νὰ φάῃ τὰ πρόβατα καὶ τσάκαλος τὰ γίδιˬα Ἤπ. (Μέγα Περιστ.) Ἰδῶ σὶ τούτην τὴν αὐλὴ μὶ μάρμαρου στρουμένη, ἰδῶ ’χουν χίλια πρόβατα κὶ τρεῖς χίλιάδις γίδιˬα Μακεδ. (Κοζ.) Καλή σου ’σπέρα, τσόμπανε καὶ καμπανοφρυδᾶτε, τίνους εἶναι τὰ πρόβατα, τίνους εἶναι τὰ ᾽ίδιˬα; Βιθυν. (Μουδαν.) Γκλίτσα, μὴν ἔε͜ιδες πρόβατα, γκλίτσα, μὴν ἔε͜ιδες γίδιˬα; Πελοπν. (Παιδεμέν.) Μὰ σὰν θὰ τὴν εὐλοηθῇ, θὰ σφάξῃ χίλιˬα βούδιˬα κ’ ἐννιˬὰ χιλιˬάδες πρόβατα καὶ τρεῖς χιλιˬάδες γίδιˬα Ἀμοργ. Τώρα εἶδα καὶ κατάλαβα, | ἄι ντουνιˬᾶ, παλιοντουνιˬᾶ, πὼς χορεύουνε οἱ γαμπροὶ | σὰν τὰ γίδιˬα ’ς τὸ μαντρὶ Πελοπν. (Παιδεμέν.) β) Θήλεια αἴξ ἑνὸς ἔτους Ἀγαθον. 2) Εἶδος λαχανευομένου φυτοῦ, τὸ ὁποῖον ὁμοιάζει μὲ τὸ σπανάκι, πιθαν. τὸ φυτὸν Τραγοπώγων ὁ μείζων (Tragopogon majus), τῆς οἰκογ. τῶν Συνθέτων (Compositae) Μακεδ. (Φυτ.) 3) Μεταφ., ἄνθρωπος ἄξεστος, ἀκοινώνητος, ἀμόρφωτος πολλαχ.: Ἤμουν γίδι ὁλότελα τότε, γιˬατ’ ἤμουν τσ’ ἀνέβγαλτος Πελοπν. (Τρίκκ.) Ντὶπ γίδι εἶναι ἡ χαμένους Μακεδ. (Δεσκάτ.) Ἄιντε, ρὲ γίδι, ποὺ θέλεις νὰ κάνῃς καὶ σὺ τὸ μορφωμένο! Πελοπν. (Τριφυλ.) Ρέ, τοὺ γίδ’, π᾿ θέ’ νὰ μᾶς κά’ τοὺ gαbόσου Εὔβ. (Ἄκρ.) Ἦρθε ᾽κεῖνο τὸ γίδι ’πὸ τοῦ Μανιˬάκι καὶ γίνηκε νοικοκύρης ’ς τὰ δικά μου τὰ κόπιˬα! Πελοπν. (Γαργαλ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/