βαζούρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαζούρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βαζούρα ἠ, Εὔβ. (Λίμν. Στρόπον.) Ἤπ. Θεσσ. Θρᾴκ. Μακεδ. Στερελλ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. βάζω (Ι) καὶ τῆς καταλ. –ούρα.

Σημασιολογία

1) Συνεχὴς βόμβος, βοή, θόρυβος ἔνθ’ ἀν.: Κάμνω βαζούρα (φωνάζω δυνατὰ) Ἤπ. Ἔχω μίνιˬα βαζούρα ’ς τ’ ἀφτιά μου Θρᾴκ. Μὶ πόνισαν τ᾽ ἀφτιά μου ἀπ᾿ τὴ βαζούρα Στρόπον. Ἔ’ μιγά’ βαζούρα τοῦ πουτάμ’ Στερελλ. Τί βαζούρα ἔ’ τοὺ ρέμα! αὐτόθ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Μακεδ. 2) Σκοτοδινίασις Ἤπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/