ἀρχοντοπορεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρχοντοπορεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀρχοντοπορεύω ἀμάρτ. ἀρχουντουπουρεύου Ἤπ. (Ζαγόρ.) Μέσ. ἀρχοντοπορεύομαι Λεξ. Αἰν.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄρχοντας καὶ τοῦ ρ. πορεύω.

Σημασιολογία

1) Ζῶ πλουσίως ἔνθ’ ἀν.: Πουρεύ’ κιˬ ἀρχουντουπουρεύ’ Ζαγόρ. Συνών. ἀρχοντοζῶ, ἀρχοντοπερνῶ. 2) Μέσ. Φέρομαι ὡς πλούσιος Λεξ. Αἰν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/