ἀρχοντόπουλλο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρχοντόπουλλο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀρχοντόπουλλο τό, ἀρχοντοπούλλιν Πόντ. (Κερασ. Οἰν.) ἀρχοντοπούλλι Πόντ. (Οἰν.) ἀρχοντόπουλλον Πόντ. (Κερασ.) ἀρχουντόπουλλουν Λυκ. ( Λιβύσσ.) ἀρχοντά’πουλλο κοιν. ἀρχοdόπουλλο πολλαχ. ἀρχοντόπ’λλο Σκῦρ. κ.ἀ. ἀρχουντόπουλλου βόρ. ἰδιώμ. ἀρχουdόπ’λλου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ἀρχουντόιπουλλου Μακεδ. ἀρκοντόπουλλο Κάρπ. Κῶς Μεγιστ κ.ἀ. ἀρκοdόπουλλο Κεφαλλ. ἀιχουντόπ’λλου Σαμοθρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεσν οὐσ. ἀρχοντόπουλλον. Περὶ τοῦ τύπ. ἀρχουντόιπουλλου ἰδ. ἀμάραντος.

Σημασιολογία

1) Τὸ τέκνον εὐγενοῦς, πλουσίου, χάριν δὲ φιλοφροσύνης καὶ τὸ τέκνον καθόλου μάλιστα ἐν εὐχαῖς κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν.): Τί κάνουν τ᾿ ἀρχοντόπουλλά σου; Νὰ χαρῇς τ’ ἀρχοντόπουλλό σου! Καὶ᾿ς τ᾿ ἀρχοντόπουλλό σου! (εὐχὴ ἐν γάμῳ) σύνηθ. Οἱ παντρεμένοι νὰ χαίρωνται τὰ στέφανά τ’νε τσαὶ τ᾿ ἀρχοντόπ’λλα τ᾿νε! (εὐχὴ) Σκῦρ. || ᾎσμ. Ἕνα μικρὸ ἀρχοdόπουλλο μιˬανοῦ μεγάλου ἀφέdη ἔχασε τ’ άιˬταιράκι του καὶ πάει γυρεύοdάς το Κέρκ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀρχοντάκι. 2) Ὁ μεταξοσκώληξ Σαμοθρ. 3) Ὁ διαλείπων πυρετὸς Κύθηρ. 4) Πληθ. Κατ’ εὐφημ. οἱ ἐσθιόμενοι ὄρχεις τῶν ζῴων Μακεδ. (Σέρρ.) Συνων ἰδ. ἐν λ. ἀρχίδι 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/