γαλατόψωμο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαλατόψωμο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γαλατόψωμο τό, ἀμάρτ. γαλόψωμον Πόντ. (Σάντ. κ.ἀ.) γαλόψωμο Ἤπ. γαλόψουμου Ἤπ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. γάλα καὶ ψωμί. Τὸ γαλόψωμον κατ' εὐθεῖαν ἐκ τῆς ὀνομαστικῆς.
Σημασιολογία
Γαλατοφάει 3, ὃ ἱδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA