ἀρχοντοσόι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρχοντοσόι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀρχοντοσόι τό, Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) κ.ἀ. ἀρχουdουσόι Θρᾴκ. (Αἶν.) ἀρχοντόσογο ᾿Αθῆν. Πελοπν. (Κορινθ.) ἀρχοdόσογο Κρήτ. Πελοπν. (Μάν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. ἄρχοντας καὶ σόι.

Σημασιολογία

1) ᾿Αρχοντικὴ γενεά, γενεὰ εὐγενής, πλουσία ἔνθ’ ἀν.: Τὸ σόι της εἶναι ἀρχοdόσογο καὶ δὲ dὴ δίνουν νύφη σ’ αὐτὸν Μάν. Βαστᾷ ἀπ᾿ ἀρχοdόσογο Κρήτ. Δὲ μιλει͜έται, γιˬατ᾿ εἶναι ἀπ’ ἀρχοντόσογο ᾿Αθῆν. || ᾎσμ. Γυρεύ’ ἀποὺ ’ψηλὴ μιρεˬὰ κιˬ ἀποὺ ἀρχουdουσόι Αἶν. 2) Ὁ ἐξ εὐγενῶν, πλουσίων καταγόμενος Θρᾴκ. (Αἶν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/