γαλατσιδόγαλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαλατσιδόγαλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γαλατσιδόγαλα τό, Λεξ. Βλαστ 446.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. γαλατσίδα καὶ γάλα.
Σημασιολογία
Ὁ γαλακτώδης ὀπὸς τοῦ φυτοῦ γαλατσίδα, ὃ ἰδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA