γιδοβοσκούλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιδοβοσκούλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γιδοβοσκούλα ἡ, Σ. Πασαγιάνν., Ἀντίλ., 53.

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. γιδοβοσκὸς διὰ τῆς ὑποκορ. :ταλ. -ούλα.

Σημασιολογία

Γιδοβοσκοπούλα, τὸ ἐπ. βλ.: Ποίημ. Γύρω ἀπ’ τὰ λόγγα ροβολοῦν βοσκοὶ μὲ τὰ κοπάδιˬα, γιδοβοσκοῦλες ὄμορφες, βοσκοῦλες ἐρωτιάρες.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/