γιδοβύζι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιδοβύζι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γιδοβύζι τό, πολλαχ. ιδοβύζι Πελοπν. (Ἀρεόπ. Γέρμ.) γιδοβύζ’ Εὔβ. (Ἀγία Ἄνν.) Ἤπ. (Παλάσ.) ’δοβύζ’ Στερελλ. (Δεσφ.) ’δουβύζ’ πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. γιδοβύι Πελοπν. (Σαραντάπ.) ἀιδοβύζ’ Στερελλ. (Δεσφ.) γιδοβύζης ὁ, Ἀντίπαξ. Ζάκ. (Μαρ.) Κέρκ. Μαθράκ. Ὀθων. Παξ. Πελοπν. (Γέρμ. Κάμπος Λακων. Καρδαμ. Μάν. Μαραθ. Ξεχώρ. Σαηδόν.) ιδοβύζης Πελοπν. (Οἴτυλ.) ’δουβύζ’ς Σάμ. γιδοβύζα ἡ, Κεφαλλ. γιδουβύζα Στερελλ. (Καρπεν.) ’δουβύζα Στερελλ. (Εὐρυταν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γίδα καὶ τοῦ ρ. βυζαίνω ὑποχωρητ. Πβ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 2,181.

Σημασιολογία

Τὸ πτηνὸν Αἰγοθήλης ὁ εὐρωπαϊκὸς (Caprimulgus europaeus), τῆς οἰκογ. τῶν Αἰγοθηλιδῶν (Caprimulgidae), ὁ αἰγοθηλης τῶν ἀρχαίων, ὁ ὁποῖος κοινῶς θεωρεῖται ὅτι βυζαίνει τὰς αἶγας ἔνθ’ ἀν.: Ὁ Χρῆστος τ᾿ς Ἀρετούλας σκότωσ’ ἕνα γιδοβύζι Πελοπν. (Γαργαλ.) Τὸ γιδοβύζι ἔχει τὸ χρῶμα τοῦ κούκου αὐτόθ. Ὁ γιδοβύζης δὲ βυζαίνει τὶς γίδες Πελοπν. (Ξεχώρ.) Λένε πὼς τὸ γιδοβύζι πάει καὶ βυζαίνει τὶς γίδες Πελοπν. (Παιδεμέν.) Ἔρριξε μιˬὰ dουφεκιὰ κ᾽ ἐσκότωσ’ ἕνα γιδοβύζη Ὀθων. Τ᾽ ἀστέριˬα ψηλὰ πληθαίνανε κιˬ ἀπὸ τὴν πλαγιˬὰ ἔκραζε τριζανιστὰ τὸ γιδοβύζι Κ. Χατζόπ., Πύργ. Ἀσπροπότ., 54 Κ’ εἶχε καφενεδάκι καὶ μᾶς ρούφαε σὰ γίδοβύζι τὸ αἷμα Κ. Πασαγιάνν., Μοσκ., 106. Συνών. αἰγοβυζάστακας, αἰγοβυζάστρα, αἰγοκέφαλο, βυζανιˬάρης, βυζάστακας, βυζάστρα, γιδοβυζάχτρα, καμπούρης, κάτσουλας, κολοβυζαστής, λαγοβυζάχτρα, λαγοβυζάστρα, νυχτοπάτης, νυχτοπούλλι, νυχτοχελίδονο, πλάνος, προβοβύζα, προβοβύζι, ρωγοβύζι, χάσκουσα, χλουφτης. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τύπ. ’δουβύζ’ Στερελλ. (Ἀμφιλοχ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/