βάθη

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βάθη

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βάθη ἡ, Χίος -Λεξ. Πρω.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. βάθος.

Σημασιολογία

1) Ἡ βαθεῖα καλλιέργεια τῆς γῆς Χίος: Φρ. Τό ᾿καμεν βάθη τὸ χωράφι (τὸ ἔσκαψε βαθέως). 2) Ἀγρὸς βαθέως ὠργωμένος Λεξ. Πρω. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Ἀθῆν. Θάσ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/