γαλεˬά

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαλεˬά

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γαλεˬά ἡ, γαλέα Πόντ. (Ζησιν. Κερασ. Κοτύωρ.Ὄφ. Σινώπ.) γαλεˬὰ Βιθυν. Θρᾴκ. (Αἶν.) Καππ. Λέσβ. Προπ. (᾿Αρτάκ. Πάνορμ.) κ. ἀ.-Λεξ. Περίδ. Βυζ. Αἰν. ἀγαλεˬά Θρᾴκ. (Αἶν.) Ἴμβρ. Λέσβ. Χίος γαλέας ὁ, Πόντ. (Κοτύωρ. Ὄφ. Σαράχ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεσν. οὐσ γαλέα. ΠΒ. καὶ ἀρχ. γαλῆ.

Σημασιολογία

1) Εἶδος ἰχθύος ὀλισθηροῦ καἱ φαιόχρου μετὰ μελανῶν στιγμάτων Βιθυν. Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Σινώπ.) Προπ. (Ἀρτάκ. Πάνορμ.) κ.ἀ.-Λεξι Περίδ. Βυζ. Αἶν. 2) Ἀγρία γαλῆ Θρᾴκ. (Αἶν.) Ἰμβρ.Λέσβ. 3) Ἰκτίς, νυφίτσα Πόντ. (Ζησιν.Ὄφ. Σαράχ.) 4) ᾿Αράχνη Καππ. 5) Ἡ νεροκολοκυθεˬά Λέσβ. 6) Ἡ ψίχα τοῦ ἀμυγδάλου Χίος. Τὸ ἀρσεν. Γαλέας καὶ ὡς ἐπών. Πόντ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/