γιδόζευλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιδόζευλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γιδόζευλα ἡ, Δ. Λουκόπ., Ποιμεν. Ρούμελ., 81-Λεξ. Βλαστ 288 ’δὀζιβλα Στερελλ. (Φθιῶτ. Φωκ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γίδα ἣ γίδι καὶ ζεύλα.
Σημασιολογία
Εἶδος ζεύγλης ἡ ὁποία χρησιμεύει διὰ τὴν ἀνάρτησιν τοῦ κωδωνίσκου ἀπὸ τοῦ λαιμοῦ τῶν αἰγῶν ἔνθ’ ἀν. Συνών. γιδοκουλούρα, γιδοστέφανο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA