γαλέος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαλέος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γαλέος ὁ, σύνηθ. γαλεˬός πολλαχ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. γαλεός. ΠΒ. καὶ ΓΧατζιδ. ἐν ’Αθηνᾷ 42 (1930) 83.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἰχθύς γαλέος τῆς τάξεως τῶν σελαχοειδῶν σύνηθ. 2) Τὸ σκυλλόψαρο πολλαχ. 3) Ὁ καρχαρίας Πάρ. κ. ἀ. 4) Εἶδος πλοίου Μέγαρ. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Γαλεˬὸς ἐπών. Ἀθῆν. Κρήτ. καὶ ὡς τοπων. Κύθν. Πάρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA