γαλέττα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαλέττα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γαλέττα ἡ, κοιν. γαλιέττα Θρᾴκ. (Σουφλ.) Κρήτ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ᾽Ιταλ. galetta.
Σημασιολογία
1) Ἄρτος διπυρίτης συνήθως σχήματος στρογγυλοῦ καὶ πεπλατυσμένου κοιν. β) Λευκὸς μαλακὸς ἄρτος Θρᾴκ. (Σουφλ.) 2) Τὸ ἄκρον τοῦ ἱστοῦ πλοίου ἀπολῆγον εἰς ρόμβον πεπλατυσμένον ὡς ναυτικὸς ὅρος πολλαχ. 3) Πήλινον δοχεῖον κατάλληλον διὰ μεταφορὰν τροφῆς Κρήτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA