βάθιˬος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βάθιˬος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
βάθιˬος ὁ, Θρᾴκ. (Κωστ. Σαμακόβ.) Θηλ. βάθιˬα Θρᾴκ. (Κωστ.)
Ετυμολογία
Ἀγνώστου ἐτύμου.
Σημασιολογία
Ἵππος: ᾎσμ. Γούλοι ἔδεσαν τοὶς βάθιˬες τους σὲ δάφνες, σὲ μηλίτσες, κ’ ἐγώ ’δεσα τὸ βάθιˬο μου σὲ μιˬᾶς ξανθῆς μνημόρι... καὶ βάθιˬος ἤdου πονηρός, ἤdου πολὺ μαργέλης, σκάλιξε μὲ τὰ πόδιˬα dου, βγῆκε ἡ κόρη ἀπάνου Κωστ. Τὸ βάθιο του ἐκαλίβωνε νύχτα μὲ τὸ φεγγάρι Σαμακόβ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA